Αγρίνιο: Ο Καπνός και ο Κόσμος του καπνού…

Εισήγηση της Μαρίας Αγγέλη στην Ημερίδα που έγινε με στόχο τη δημιουργία Μουσείου Καπνού στο Αγρίνιο, με θέμα: «Η σημασία του καπνού στην οικονομική και κοινωνική ζωή του Αγρινίου. Ο ρόλος του Καπνικού Σταθμού Έρευνας – προοπτικές αξιοποίησης». Πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019, στις 11.00 π.μ. στο χώρο του ΤΕΕ. Η Ημερίδα συνδιοργανώθηκε από την Ιστορική Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και το ΤΕΕ Αιτωλοακαρνανίας.

Μαρία Ν. Αγγέλη, δρ Κοινωνικής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Μαρία Αγγέλη

«Το Αγρίνιο, σαν κέντρο παραγωγής καπνού στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας, ήταν ανέκαθεν γνωστό για την παραγωγή των εκλεκτών καπνών της περιφερείας και ιδίως του καπνού Ζαπαντίου, Παραβόλας και Ξηρομέρου για την εσωτερική κατανάλωση, καθώς και καπνών μυρωδάτων για το εξωτερικό, που είχαν ζήτηση στην αγορά της Αιγύπτου».

Ευ. Παπαστράτος, Η δουλειά και ο κόπος της.

Ι.-Αγρίνιο και Καπνός 

       Στην Αιτωλοακαρνανία η καπνοκαλλιέργεια χρονολογείται τουλάχιστον από το 17° αιώνα. O Τούρκος περιηγητής Evliga Celebi στα 1668 περιέγραφε τα πλατύφυλλα καπνά του Ζαπαντιού. Οι κατάλληλες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες, μαζί με τη φροντίδα και το ενδιαφέρον των καπνοπαραγωγών της περιοχής συντέλεσαν στην ανάπτυξή της.

        Η μεγάλη ανάπτυξη όμως του Αγρινίου και της ευρύτερης περιοχής θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα. Τότε η επέκταση της καπνοκαλλιέργειας παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Παράλληλα αρχίζει και η οργάνωση και συστηματοποίηση της εμπορίας του καπνού.

Ξεφόρτωμα καπνού. Η φωτογγραφία είναι από το Μουσείο εργασίας Αμβούργου-Αρχείο Αλεξίου Κατεφίδη

Οι ανάγκες του εξαγωγικού εμπορίου ήταν η βασική προϋπόθεση της εμπορικής επεξεργασίας και συντήρησης του καπνού. Για τούτο δημιουργήθηκαν καπνομάγαζα-καπναποθήκες στο Αγρίνιο, όπου εργάζονταν εκατοντάδες καπνεργάτες και καπνεργάτριες…….

Η υλική και συλλογική μνήμη καταγράφει σε κάθε γωνιά κι ένα καπνομάγαζο. Σήμερα (2019) κάποια υψώνονται ενάντια στη φθορά και τη λήθη: Αποθήκες Αδελφών Παπαστράτου, Αδελφών Παπαπέτρου, Αδελφών Ηλιού. Μάρτυρες μιας εποχής που ανθούσε το «πικρό» αλλά «χρυσοφόρο βοτάνι» του καπνού. Αντικείμενο  σήμερα της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας για τους ειδικούς επιστήμονες. Μνημονικοί τόποι του καπνού για τους ανθρώπους της πόλης και της ευρύτερης περιοχής. Η αξιοποίησή τους μπορεί να αποτελέσει πολιτιστικό και οικονομικό κεφάλαιο για το Αγρίνιο.

ΙΙ.-Ο Καπνός και ο Κόσμος του.

Α. ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ

        Ο Καπνός και ο Κόσμος του  αποτελούν αντικείμενο της Διδακτορικής διατριβής μου στην οποία αξιοποιήθηκε η ελάχιστη τοπική βιβλιογραφία αλλά κυρίως η προφορική ιστορία. Δηλαδή η καταγραφή και μελέτη προφορικών αφηγήσεων των ανθρώπων που εργάστηκαν στον καπνό. Η έρευνα εστιάζει  στην εργασία της Καλλιέργειας και της Επεξεργασίας του καπνού στο Αγρίνιο.

Οικογενειακή εργασία. 

Ο καλλιεργητικός κύκλος του καπνού, στην παραδοσιακή καλλιέργεια, περιλαμβάνει πολλά στάδια: σπορά, όργωμα, μεταφύτευση, σκάλισμα, συγκομιδή, αρμάθιασμα, αποξήρανση, βαντακοποίηση, δεματοποίηση και τελικά την πώληση. Αρχίζει από το Φεβρουάριο περίπου με τη σπορά τελειώνει κατά το Φθινόπωρο  με τη δεματοποίηση του καπνού. Είναι μια αγροτική εργασία, που απαιτεί πολλά εργατικά χέρια κυρίως στις περιόδους έντασης, κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, οπότε γίνεται η μεταφύτευση και η συλλογή αντίστοιχα. Πρόκειται για μια δραστηριότητα η οποία για να είναι συμφέρουσα και αποδοτική χρησιμοποιεί κυρίως το οικογενειακό εργατικό δυναμικό.

Η μελέτη της γραπτής και της προφορικής ιστορίας αποδεικνύει επίσης ότι η οικογένεια συνιστά μια σημαντική κοινωνική και οικονομική δομή, με βασικό συντελεστή το γυναικείο φύλο. Η γυναικεία εργατική δύναμη είναι ιδιαίτερα βαρύνουσα στην καπνοκαλλιέργεια. Οι γυναίκες καπνοφύτισσες περιγράφουν το δύσκολο στάδιο της καλλιέργειας που ήταν η μεταφύτευση του καπνού στο χωράφι. 

Ας «ακούσουμε» την κ.Γρηγορία: «Πού βρέθ’κανε τότε οι μηχανές! Ποτέ δεν φύτεψαμε με μηχανή, με το χέρι. Έβανες ένα γάντι κι φύτευες φλουτς – φλουτς. Με το ξύλινο σουφλί. Δε φύτεψαμε με μηχανή. Ήτανε αμουδερό το χωράφ’, ήτανε τραγάνα το χωράφ’. […]Κουραστική, πολύ κουραστική δουλειά ήτανε. Άμα είσαι όλη μέρα στο χωράφι και στη λάσπη δεν είναι κουραστική; -Άμα σκύβεις όλη μέρα να φυτεύεις καπνό, δεν πρίζονται τα μάτια σ’; -Πετάγονται κορέλα, π’ λ΄νε, όλη μέρα. Σκυμμένοι καταή, γουρνομυτιασμένοι ούλη τη μέρα.[…]».

Η γυναικεία εργασία στο χωράφι ήταν κοινωνικά αποδεκτή και ηθικά επαινετή στην περιοχή που ερευνούμε. Το αντίθετο όμως συνέβαινε τουλάχιστον στην αρχή, για τη γυναικεία εργασία στο καπνομάγαζο – καπναποθήκη, η οποία επικρίθηκε έντονα.

      Η γυναίκα ακόμα και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, εργάζεται στο σπίτι και στο χωράφι. Με “την κοιλιά στο στόμα”, κατά τη λαϊκή έκφραση, φυτεύει καπνό, μαζεύει καπνόφυλλα, αρμαθιάζει κλπ.

Ο Αγρινιώτης ποιητής Π. Χατζόπουλος στο ποίημά του «Βραχωρίτικο» αποτυπώνει τον αγώνα της γυναίκας στα καπνοχώραφα του Αγρινίου και του Ζαπαντίου:

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι

το κόκκινο, που τόκαμε σταχύ σαν καταχνιά

η μαύρη κόλλα του καπνού, φαρμακερό βοτάνι,

όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά […]

Η παιδική εργασία είχε ευρύτατη κοινωνική αποδοχή στην περιοχή. Τα παιδικά χέρια χρησιμοποιούνταν στην καπνοκαλλιέργεια με αποκορύφωμα βέβαια τους καλοκαιρινούς μήνες που γινόταν η καπνοσυλλογή. Τα παιδιά τότε αναλάμβαναν σημαντικό μέρος της εργασίας και κυρίως το αρμάθιασμα  των καπνόφυλλων. Μια διαδικασία χρονοβόρα και κουραστική. Ακολουθούσαν το σύνηθες αγροτικό ωράριο που έφθανε από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου και ήταν ιδιαίτερα εξαντλητικό. Κάποια παιδιά εργάστηκαν και ως μισθωτοί εργάτες.

Ο υπέργηρος κ. Γιώργος αφηγείται τη βιωμένη εμπειρία του:

  «…Και μετά πήγα στο Δοκίμι. Και μ’ λένε θα παίρνεις 50 λεπτά την αρμάθα,ε, ήταν το ’27 με  ’28 τότε. Πήγαινα λοιπόν μόλις μού ’διναν τον καπνό καθόμ’να κι άρχιζα τίκι, τίκι, τίκι, δε σήκωνα μέση καθόλου μέχρι το βράδυ. Έφκιανα 45 με 50 αρμάθες την ημέρα. Ε, πώς το ξέρω αυτό; -Όταν τέλειωσε τ’ αρμάθιασμα πήρα 700 δραχμές. Που σημαίνει ότι είχα φκιάσει 1400 αρμάθες! Δε θα μόκανε χάρη [το αφεντικό] ο Κατσιμάρης… Και με παίρνει ο παππούλης μ’ και με φέρνει στ’ Αγρίνιο και πήγαμε εδώ… Εκεί πέρα ήταν ένας Βασίλης Μπέσας, πού ’χε τσαγκαράδικο. Πήγα λοιπόν και λέει ο παππούς μ’: Να πάρεις μέτρα να τ’ φκιάσεις ένα ζευγάρι παπ’τσάκια του μικρού. Ε, τότε θα ήμ’να 15 χρονών. Πόσο κάνουν; -3 κατοστάρ’ καλέε…»

Οι άνδρες αναλάμβαναν κυρίως τις φάσεις της καλλιέργειας που απαιτούσαν τη χρησιμοποίηση των ζώων για το όργωμα του χωραφιού στην παραδοσιακή καλλιέργεια, τη μεταφορά εργαλείων και προϊόντων, τη χρησιμοποίηση απλών και σύνθετων εργαλείων, καθώς και μηχανημάτων όπως άροτρο, τσάπα, κ.ά. αλλά και τρακτέρ και αγροτικών αυτοκινήτων κατά τη μηχανοποίηση της εργασίας και “αυτοκινητοποίηση” της κοινωνίας. Αναλάμβαναν επίσης και τις διαπραγματεύσεις της πώλησης του καπνού, των δανεισμών από την Τράπεζα κλπ.

Γαιοκτήμονες και καλλιεργητές: Οι “σέμπροι”, οι “σεμπριές”, τα “σεμπρικά καπνά”

        Στην περιοχή του Αγρινίου, όπου διεξάγεται η παρούσα έρευνα διαπιστώνεται ότι σε μεγάλο βαθμό στην καπνοκαλλιέργεια, όπως συνέβαινε στη γεωργία γενικότερα, λειτούργησε η “σεμπριά”. Οι όροι “σέμπροι”, “σεμπριά” και “σεμπρικά ή μισακά καπνά”, αναφέρονται συχνά στις αφηγήσεις των πληροφορητών.

     Πρόκειται για μια συνεργασία ανάμεσα σε γαιοκτήμονες και καλλιεργητές. Στις περιπτώσεις δηλαδή  που κάποιοι διέθεταν μεγάλη κτηματική περιουσία, αλλά δεν είχαν την κατάλληλη ανθρωποδύναμη η οποία απαιτούνταν για την καπνοκαλλιέργεια, κάλυπταν αυτή την ανάγκη μισθώνοντας τη γη σε άλλους.

Ας ακούσουμε και εδώ μια αφηγήτρια: «Δουλεύαμε μισακά καπνά. Δούλευαμε 10 στρέμματα. Πέντε ήτανε για τον  αφέντ(η), πέντε ήτανε για μας. Τα μοιραζόμαστανε τα λεφτά. Μια  χρονιά θυμάμαι κιόλα που τα πουλήσαμε τα καπνά, γιατί να κάτσεις να  δουλέψεις στα καπνά πρέπει να τα χρεώσεις. Να φας πριν τα εισπράξεις. Κι όταν πήγε και τα πούλησε ο άντρας μ’ να πάρουμε λογαριασμό, πήρε εφτά δραχμές τότε. Κι λέει η πεθερά μ’, θεός σχωρέστην, παιδάκι μ’ πήρες λογαριασμό; -Δε μας έπαιρνες και λίγα γλυκούλια να γλυκαθούμε;-Πάρτα ρε μάνα τ’ς λέει, αυτά είναι 7 δραχμές. Εφτά δραχμές πήραμε λογαριασμό στο τέλος!»

Η εκμηχάνιση: χρήση τρακτέρ και στη συνέχεια μηχανής φυτέματος και αρμαθιάσματος και η αλλαγή στον τύπο καπνικής καλλιέργειας αργότερα: από τα Ανατολικά καπνά στα Βιρτζίνια επέφεραν σημαντικές αλλαγές και στην αγροτική οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα. Και η γυναίκα κέρδισε σημαντικά από αυτή την εξέλιξη…

Β.-ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Οι καπναποθήκες του Αγρινίου

       Από την επίσημη ιστορία, είναι γνωστό ότι το Αγρίνιο στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως μετά το 1910 γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη, χάρη στον καπνό. Η ευνοϊκή συγκυρία για τον καπνό, επέτρεψε την ομαλή σχετικά απορρόφηση των προσφύγων της Μ. Ασίας και του Εύξεινου Πόντου, που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένα σημαντικό μέρος των προσφύγων εργάστηκε στα καπνά.

Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εξαγωγικού εμπορίου δημιούργησαν προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της δευτερογενούς παραγωγής του. Ο καπνός, το κύριο εξαγωγικό προϊόν του Νομού έπρεπε να γίνει αντικείμενο προσεκτικής επεξεργασίας, διαλογής και επαναδεματοποίησης. Για τούτο δημιουργήθηκαν μεγάλες καπναποθήκες στην πόλη. Καπναποθήκες υπήρχαν διάσπαρτες σε όλες σχεδόν τις συνοικίες. Οι σπουδαιότερες όμως οργανώθηκαν στο κέντρο για να διευκολύνεται η μεταφορά του καπνού.

       Οι  καπναποθήκες που χτίζονται στο μεσοπόλεμο είναι πολύ μεγαλύτερες από τις παλαιότερες για να εξυπηρετούν τις αυξημένες ανάγκες της εμπορικής επεξεργασίας.

     Πρόκειται για πολυώροφα, μεγαλοπρεπή κτήρια αντάξια των μεγάλων καπνεμπόρων της πόλης. Είναι χτισμένα από πέτρα και ξύλο. Έχουν πολλά παράθυρα που εξασφαλίζουν το φυσικό φωτισμό, απαραίτητο για την καπνεπεξεργασία. Τα μπαλκόνια είναι ανύπαρκτα αφού δεν χρειάζονται για ανάπαυση των εργαζομένων… Ο επιβλητικός χαρακτήρας των κτηρίων επιδιώκει να δώσει ένα κύρος, μία εγκυρότητα και μία άτυπη εγγύηση για την επιχείρηση που στεγάζεται εκεί.

H καπνεργασία 

Η εμπορική επεξεργασία του καπνού συνίσταται: στη διαλογή των καπνόφυλλων και στην κάθαρσή τους από άχρηστα φύλλα (σάπια, πολύ μαύρα κ.ά.) και άλλες ξένες ύλες. Στη συνέχεια στην ποιοτική ταξινόμηση και κατάταξη στην ανάλογη κλίμακα και τέλος στην επαναδεματοποίησή τους σε εμπορικά δέματα με μεγαλύτερη καλαισθησία από τα αγροτικά. Ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού του Αγρινίου, αλλά και της ευρύτερης περιοχής βρίσκει εργασία στις καπναποθήκες και ζει κυριολεκτικά από τον καπνό.

Οι προφορικές αφηγήσεις των ανθρώπων που εργάστηκαν στις καπναποθήκες, αλλά και οι φωτογραφικές αναπαραστάσεις μας δίνουν πληροφορίες και περιγραφές για την επεξεργασία  του καπνού στα διάφορα στάδια. Καθώς και για την ειδίκευση των εργαζομένων.  Καταγράφουν επίσης και τη διαχρονική εξέλιξη της επεξεργασίας στο πέρασμα ενός αιώνα σχεδόν: από τη χειροποίητη στη μηχανοποιημένη μορφή.

Στη συνέχεια παραθέτουμε ένα απόσπασμα από την προφορική αφήγηση μιας “γυναίκας ξεφυλλίστριας”, η οποία περιγράφει διαχρονικά τη διαλογή του καπνού:

        “Στις καπναποθήκες, εκεί ήταν παλιά, όπως λέγανε οι παλιές, διαφορετικά. Καθόντουσαν σταυροπόδι κάτω (μου δείχνει).  Λινάτσες είχανε και καθόντουσαν και κάνανε τα ματσάκια που βάζαν και χωρίζανε την ποιότητα του καπνού. Δεν υπήρχε βία τότε, τι θα βγάλεις, δουλειά. Άλλος απ’ τους ντόπιους δεν την ξέρανε τη δουλειά και ήταν περιζήτητοι οι πρόσφυγες, που κάναν τη δουλειά αυτή και δουλεύανε.

     Το ’53 ελευθερώθηκε το επάγγελμα. Δεν ήταν ελευθερωμένο. Πήγε η μητέρα μου το ’53 και το ’55, 16 ετών εγώ πήγα για δουλειά.

      Ξεφύλλιζα, στο ξεφύλλισμα, διαλογή καπνού. Αλλά ήταν διαφορετική δουλειά… Δουλεύαμε πρώτον τα μυρωδάτα, τα καπνά που βάζαν τότε, πολύ το μυρωδάτο τότε είχε πέραση, ήταν τα καλύτερα καπνά βέβαια. Λοιπόν ήτανε μέσα στις αίθουσες που ήτανε, ήτανε τότε θρανία εδώ στις παλιές του Παπαστράτου. Είχανε θρανία. Στο θρανίο μπροστά είχανε τέσσερα κασονάκια, πέντε στενόμακρα, 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο.

        Είχαμε δύο καρέκλες, δύο, ζευγάρι-ζευγάρι δουλεύαμε. Ένα από ’δω στο θρανίο ένα από κει. Μας έφερνε ο μάστορας που είχαμε, που επέβλεπε, το δέμα. Στην ακρινή την άκρη το δέμα, και στην άλλη από το άλλο το μέρος. Λοιπόν μας είχανε ποδιές μεγάλες σε όλες που δέναμε στη μέση, τη βάναμε απάν’ στο θρανίο την ποδιά μπροστά μας και παίρναμε απ’ το δέμα αρμάθα-αρμάθα, την ξεσπαγγιάζαμε στην ποδιά μας απάνω, όπως καθόμασταν στο θρανίο εκεί (μου δείχνει).

         Ξεσπαγγιάζαμε και παίρναμε ματσάκι-ματσάκι από την αρμάθα όπως ξεσπαγγιάζαμε το ξεφυλλίζαμε, φύλλο- φύλλο, που γίνονταν η διαλογή στο χέρι και ρίχναμε το πρώτο, το χρυσαφί, το καθαρό, το γερό φύλλο, το ρίχναμε στο πρώτο κασονάκι, γι’ αυτό λέγαμε 1ο, 2ο, 3ο…, πρώτο το καλό, το καθαρό, το δεύτερο λίγο που πρασίνιζε, το τρίτο το πιο σκούρο, και το τέταρτο και το πέμπτο, το λέγαμε “κάπα”.

[…] Μετά παντρεύτηκα σταμάτησα.

       Πήγα ξανά το ’84 για δουλειά στο καινούργιο, στο Ζαπάντι που είχε γίνει…

     Εδώ τώρα ήταν διαφορετικά: Εκεί ήτανε οι λωρίδες, οι ταινίες που περνούσανε. Μας φέρναν το δέμα και όρθιες το ξεδιαλέγαμε. Αυτό ήταν πολύ κουραστικό. Η ορθοστασία. Γι’ αυτό όλες οι γυναίκες ειλικρινά υποφέρουν τώρα. Μεγάλο πρόβλημα ναι, τα πόδια τους. Μέση δεν όριζες, τώρα οχτάωρο και να στέκεσαι όρθια![…] Δεν είχαμε μυρωδάτα. Τσεμπέλια, ήταν τσεμπέλια. Εδώ ήταν άλλη η διαλογή. Δεν υπήρχε το φύλλο-φύλλο. Μας φέρναν το δέμα, παίρναμε, το ξαρμαθιάζαμε, φαινόταν καλό, δεν το ’βγαζες φύλλο-φύλλο. Όλο μέσα στη μηχανή, στην κορδέλα, να το πάρει η κορδέλα να το ρίξει κάτω. Εκεί που το, αν βλέπαμε σάπια, εκεί το βάζαμε δίπλα σ’ ένα κασονάκι εκεί. Το σάπιο ή το μουχλιασμένο το βγάζαμε. Κι ήτανε για διαλογή, στα χοντρά, χοντρά. Και τό ’βγαζες δίπλα το άχρηστο και τ’ άλλο το’βαζες μέσα. Δεν είχε λεπτομέρεια και γι’ αυτό απαιτούσαν και πολλή δουλειά. Στις αρχές που πήγα ήταν αλλιώς…»

Όπως προκύπτει από την έρευνα η επεξεργασία του καπνού ήταν εποχιακή εργασία. Η περίοδος έναρξης ήταν η Άνοιξη και η περίοδος λήξης το Φθινόπωρο. Οι μεγάλες Εταιρείες όμως εργάζονταν μέχρι τα Χριστούγεννα.

Υπήρχε ένας κατά φύλο καταμερισμός των εργασιών.

Γυναίκες: “ξεφυλλίστριες”, “καροτσιέρες”, “ράφτριες”, “σοπανιάστρες”, “καθαρίστριες”, “νεροφόρες” και  “τογκαδόρισσες”. Άνδρες: “πρωτομάστοροι”, “στοιβαδόροι”, “χαρμαντζήδες”, “τογκαδόροι”. Ανάλογες σχεδόν ειδικότητες ήταν και για τα παιδιά εργάτες.

Γ. -Η σημασία του καπνού

        Ο κόσμος του καπνού, καπνοπαραγωγοί και καπνεργάτες αναφέρονται στο μόχθο και τον ιδρώτα που απαιτούσε η εργασία τους στο χωράφι και στο καπνομάγαζο. Εκτιμούν όμως τη μεγάλη σημασία του καπνού στον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα.

Παραθέτω ενδεικτικά φράσεις από προφορικές αφηγήσεις ανθρώπων του καπνού:

-«Εμείς ζήσαμε από τον καπνό!»

-«Ο Καπνός μόβγαλε 4 πτυχία!

-Κειο άμα δε φύτευαμε καπνό κι τ’ σκ’λιού καρβέλι θα χρώσταγαμε!

-Ο καπνός μόδωσε χωράφι, σπίτι, οικόπεδο…

-Από τις καπναποθήκες έφαγε ψωμί η φτώχεια, παιδί μου.

-Τότε γέμιζε η τσεπούλα μας λεφτά!

-Συμπλήρωσα τα ενσήματα και πήρα τη σύνταξή μου…

-Ο καπνός έδινε ζωή στην πόλη».

Με  αυτές τις απλές φράσεις οι αφηγητές κάνουν το δικό τους απολογισμό και καταγράφουν τη σημασία του καπνού  για την οικογένεια και για την πόλη.

          Χάρη στον καπνό κατάφεραν να στήσουν τα νοικοκυριά τους, να αναστήσουν και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι σπουδές των παιδιών αποτελούσαν στόχο των καπνοκαλλιεργητών και των καπνεργατών. «Θα γλείψουμε τη γη σαν το πρόβατο για να σπουδάσουμε τα παιδιά, είπα στον άντρα μου», αφηγείται χαρακτηριστικά μια δυναμική καπνοφύτισσα. Με την εργασία στον καπνό μπόρεσαν να εξασφαλίσουν και μια καλή προίκα για τα κορίτσια.

           Δουλεύοντας «σαν τα σκυλιά» για να χρησιμοποιήσω μια χαρακτηριστική έκφραση, απέκτησαν δική τους γη. Αγόρασαν χωράφι κι έπαψαν να εργάζονται ως σέμπροι με όλες τις υποχρεώσεις και τις υποχωρήσεις που η θέση αυτή συνεπαγόταν. Νιώθουν σημαντική ικανοποίηση γι’ αυτό. Μια φανερή αυτοεκτίμηση απορρέει ακόμα και σήμερα από το λόγο αυτών των ανθρώπων.

Μια επίσης σημαντική ωφέλεια ήταν η ενότητα της οικογένειας γύρω από τον καπνό, αφού όπως είπαμε ότι η καπνοκαλλιέργεια ήταν οικογενειακή υπόθεση.

    Εκεί καλλιεργούνταν η αλληλεγγύη, η συνεργασία, η στήριξη των  μελών…

    Η εργασία στην καπναποθήκη ήταν πολύ σημαντική για τους εργαζόμενους.

     Με το «βδομαδιάτικο», το μισθό μιας εβδομάδας, κατάφεραν οι ντόπιοι και κυρίως οι πρόσφυγες καπνεργάτες να ορθοποδήσουν. Η αμειβόμενη εργασία της γυναίκας συνέβαλε αρκετά στη βελτίωση της θέσης της στην οικογένεια και στην κοινωνία. Η σύνταξη από την καπνεργασία τους εξασφαλίζει σήμερα μια αξιοπρεπή διαβίωση…

Η εργασία  στις καπναποθήκες συνέβαλλε στην βαθύτερη γνωριμία προσφύγων και ντόπιων καπνεργατριών κυρίως και στη βελτίωση των σχέσεών τους. Εκεί στο ξεφύλλισμα του καπνού  αποβάλλονται  σαν τα άχρηστα καπνόφυλλα και οι  όποιες ρατσιστικές αντιλήψεις υπήρχαν μεταξύ τους…

         Ο μισθός του καπνεργάτη και της καπνεργάτριας είχε ως συνέπεια την τόνωση της εμπορικής κίνησης της πόλης και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό, αν αναλογιστούμε το μεγάλο αριθμό των εργαζομένων την εποχή της ακμής του καπνού. Ο μπακάλης, ο φούρναρης, ο καταστηματάρχης, όλοι περίμεναν τους καπνεργάτες καταναλωτές. Κάθε Παρασκευή, «την Αγία Παρασκευή», όπως την αποκαλούν χαρακτηριστικά, «χαμογελούσε η αγορά», για να χρησιμοποιήσω την ποιητική έκφραση ενός αφηγητή. Υπήρχε μια αλληλεξάρτηση ανάμεσα στον κόσμο του Αγρινίου.

«Όλοι ζούσαμε από τον καπνό!» λένε χαρακτηριστικά οι αφηγητές. Η μνήμη επιλεκτική σήμερα απαλείφει την πίκρα του καπνού… Συγκρατεί μόνο τα οφέλη…

Παραθέτω ενδεικτικό απόσπασμα από την αφήγηση μιας καπνεργάτριας:

        “Κάθε Παρασκευή πληρωνόμασταν. Είχαν αξία τότε τα λεπτά εκείνα. Άλλες εποχές, άλλες οι τιμές  ήταν τα είδη που αγόραζες, αναλόγως τη ζωή. Κινιόντουσαν όμως όλη η αγορά! Όταν έρχονταν η Παρασκευή, εάν βλέπατε, εάν βλέπατε στα μαγαζιά στην Παπαστράτου, δεν υπήρχαν τότε συγκοινωνίες και αστικά και γιωταχί και να πάρεις και ταξί να πας σπίτι σου, με τα πόδια. Βγαίνανε όλοι απ’ τα μαγαζιά έξω και λέγανε: Περάστε! Έρχονται οι πρόσφυγες, θα ψωνίσουν! Περίμεναν για τα λεφτά, κινιόντουσαν η αγορά, θα έμπαινε η άλλη αμέσως στο γυαλοπωλείο, στο εμπορικό, για παπούτσια, να ντύσει το παιδί της, στο περίπτερο, στον ψιλικατζή, τα πάντα. Και πληρώνανε οι πρόσφυγες, αφήνανε χρήμα. Κινιόταν το χρήμα, π’ αγόραζαν κάθε βδομάδα κι όλοι ρωτούσαν πότε θ’ ανοίξουν οι Αποθήκες να κινηθεί η αγορά.

 Και μέχρι σήμερα που σταματήσανε το ’93, από δω απ’ του Παπαστράτου, ειλικρινά δηλαδή. Ήξερα ότι ζούσανε οι οικογένειες, αυτή ήταν η δουλειά τους στ’ αντρόγυνα. Γιατί μπορεί να μην ήταν χρονικής η δουλειά τα χρόνια εκείνα, αλλά τελειώνοντας τη δουλειά σου του 3-4 μήνες, έμπαινες σε ανεργία, κυλούσε λίγο πολύ ο καιρός, ο χρόνος, μέχρι να ξαναπάρουν την Άνοιξη τη δουλειά να ξαναμπεί, να εργαστεί. Και ήταν η δουλειά του, αυτή, που ζούσαν. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους, που ήταν ξυπόλητοι και γυμνοί ο κόσμος!… Α! χαρά! Τι λες! Περιμέναμε να περάσουνε να μας μοιράσουνε το φάκελο. Όταν περνούσε απ’ τα θρανία ο γραμματέας στο κασελάκι μέσα τα φάκελα, αχ! λέγαμε, έρχεται η Αγία Παρασκευούλα! Παρασκευή ήτανε. Εκεί ήταν η ξεκούρασή σου. Αυτά τα λεφτά που έπαιρνες”.

Σημειώσεις:

1.-Βλέπετε: Μαρία Αγγέλη, Ο κόσμος της εργασίας: Γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού (Αγρίνιο 19ος-20ος αι.) Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2007.

(Οι φωτογραφίες που δεν αναφέρουν πηγή προέλευσης, έχουν παραχωρηθεί από την κ. Μαρία Αγγέλη)

Scroll to Top