Women refugees and natives of Agrinio tobacco stores

This article is available in Greek only

Γράφει η Μαρία Ν. Αγγέλη, Δρ Κοινωνικής Λαογραφίας

Εισήγηση στο  33ο Πανελλήνιο Συνέδριο της 247 Περιφέρειας Inner Wheel Ελλάδος, στο Αγρίνιο στις 22, 23, 24 Φεβρουαρίου 2019.

Μελπομένη Ηλιοπούλου γεννήθηκε το 1922. «Γεννήθηκα προσφυγούλα"

Μελπομένη Ηλιοπούλου γεννήθηκε το 1922. «Γεννήθηκα προσφυγούλα”

Αγρίνιο: Ο Καπνός και ο Κόσμος του καπνού…

Γυναίκες στο «ξεφύλλισμα» του καπνού.Ο επιστάτης επιτηρεί…

 Ι. Πρόσφυγες καπνεργάτριες 

“… Εμ, εμείς ήμαστανε πιο φτωχοί, εμείς πήγαμε στις αποθήκες. Τι να κάναμε; Εμάς οι ντόπιοι δεν μας ήθελαν, έλεγαν πάνε εκεί και δουλεύουνε και… Δεν ήθελαν να στέλνουνε τα κορίτσια τους αυτές οι ντόπιες, γιατί δεν είχανε για καλή δουλειά την Καπναποθήκη. Μετά όταν είδανε κι δουλέψαμε και το πήραμε απάνω μας και αυτά, α, λέει, καλά είναι, κάτσε να πάνε. Είχαμε κατ’ γειτονοπούλες, η μάνα της δεν τις άφηνε να πάνε, μετά όμως πήγανε κι αυτές. Η Δέσπω με τη Λένα, δεν τις άφηνε η μάνα τους. Αυτού λέει δεν πάνε καλά κορίτσια λέει, στις αποθήκες… Εμείς πήγαμε κι κοιτάγαμε να βγάλουμε το ψωμάκι μας, τέτοια θα κοιτάγαμε;“.

[Προφορική συνέντευξη της Α.Γ. στη Μ.Αγγέλη, α/α20, 10/4/2003, Ερευνητικό Πρόγραμμα].

Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) αποτέλεσαν το μεγαλύτερο αριθμό του καπνεργατικού δυναμικού. Οι πρόσφυγες γυναίκες αναζήτησαν εργασία στα καπνομάγαζα της πόλης, όπου τις οδήγησε η αδήριτος ανάγκη για τον επιούσιο και η έλλειψη άλλων πόρων.

Κατά την εκπόνηση της Διδακτορικής διατριβής μου με θεματική τον Καπνό κατέγραψα προφορικές μαρτυρίες από το Δημοτικό διαμέρισμα του Αγίου Κων/νου. Ήταν πρόσφυγες δεύτερης γενιάς, παιδιά καπνεργατών, καπνεργάτες οι περισσότεροι…. Κυρίως γυναίκες. Στην εμπειρία και στο λόγο αυτών των καπνεργατριών βαραίνει η ιδιαίτερη προσφυγική τους ταυτότητα, η φτώχεια, η εργατικότητα, η τιμιότητα και ένα αίσθημα αυτοθυσίας οικογενειακής και κοινωνικής. Μέσα από την αφήγηση-ιστορία ζωής τους, εκφράζουν και μαρτυρούν μια πολιτισμική ιδιαιτερότητα που παραπέμπει στη Μικρασιατική και Ποντιακή παράδοση.

Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς βορειοδυτικά της πόλης του Αγρινίου. Οι φτωχογειτονιές «της απόγνωσης» μετατρέπονται σε φτωχογειτονιές «της ελπίδας» χάρη στην εργατικότητα και νοικοκυροσύνη αυτών των ανθρώπων. Γυναίκες νοικοκυρές με κόπο και καλαισθησία προσπαθούν με τα ελάχιστα μέσα να στήσουν νοικοκυριό. Τα φτωχόσπιτά τους εκπέμπουν μια αρχοντιά…

Οι προφορικές αφηγήσεις τονίζουν όχι μόνο την εργατικότητα αλλά και τη θηλυκότητα των γυναικών προσφύγων. Η κομψότητα και η γυναικεία φινέτσα είναι εμφανής στο σπίτι και στον εργασιακό χώρο επίσης. Οι γυναίκες πρόσφυγες με απλά και φτηνά υλικά επιμελούνταν την εμφάνισή τους. Ένα φτηνό ύφασμα «το τσίτι» όπως λένε, καλοραμμένο και σιδερωμένο ήταν αρκετό να τονίσει την κομψότητά τους. Το μήκος του μέχρι το μέσον της γάμπας κι όχι μέχρι τον αστράγαλο, όπως φορούσαν οι ντόπιες,  τόνιζε τα πόδια τους χωρίς να είναι προκλητικό. Ένα καλοχτενισμένο μαλλί με την «καπέτα», σύμφωνα με τη μόδα της εποχής τόνιζε την ομορφιά τους. Ένα καρβουνάκι σβηστό ήταν αρκετό να τονίσει το φρύδι τους. Αυτά τα στοιχεία υπογραμμίζουν την παρουσία τους καθώς κατηφορίζουν προς τα καπνομάγαζα για να εργαστούν. Ας «ακούσουμε» μια αφηγήτρια:

Οι πρόσφυγες ήταν πρώτα –πρώτα νοικοκυρές κορίτσι μ’, Μαρία μ’. Πολύ νοικοκυρές! Και κοίταγε η μια με την άλλη να ’ναι πιο ωραία απ’ την παρέα της, ας πούμε. Κι όταν πηγαίναμε για δουλειά, ήταν λες και πηγαίναμε … μέσα σε καπνομάγαζα, μεσ’ στη σκόνη και μεσ’ τη μυρωδιά. Ήτανε πολύ ωραία. Σ’ λέω πήγαινα εγώ που πήγαινα τότε και μούλεγανε: Βάζεις κραγιόν και πας στην Αποθήκη; Γιατί να μη βάλω; Έχω μια φωτογραφία της μητέρας μ’, που δούλευε τ’ς αποθήκες τότε και είχανε βγει στο σιντριβάνι και λες κι ήτανε γυναίκες από γραφείο! Τέτοια κατάσταση ήτανε. Πολύ ωραία! Τώρα όπως να ’ναι φοράνε, τη ρόμπα και τρέχνε…“.

Η εργασία στις καπναποθήκες ήταν πολύ σημαντική για τους πρόσφυγες του Αγρινίου  και ιδιαίτερα για τις γυναίκες, όπως ήδη αναφέραμε. Οι πρόσφυγες «πιάνουν» δουλειά στην επεξεργασία του καπνού για να επιβιώσουν. Η μισθωτή εργασία στην αποθήκη ήταν εποχιακή.Περίμεναν με αγωνία το «άνοιγμα» κατά την άνοιξη για να βγάλουν το μεροκάματο ή σωστότερα το βδομαδιάτικο αναφέρουν οι αφηγητές.

Ας ακούσουμε καλύτερα μια καπνεργάτρια:

Μα ήμασταν, κοιτάξτε να δείτε, οι πρόσφυγοι δεν είχαν τίποτα, δεν είχαν πού να βάλουν το κεφάλι τους. Ήρθανε γυμνοί, ξυπόλητοι, τίποτα, τους δώσανε αυτά να, δυο καμαρούλες η Πρόνοια ας πούμε, το Κράτος και κείνα χρεωμένα μέχρι τώρα ήτανε, τέλος πάντων, να βάλουν το κεφάλι τους μέσα, φτώχεια! Κοίταζαν με το μεροκάματο, πού θα βρούνε μεροκάματο να ζήσουν, να επιβιώσουν. Το ψωμί. Πώς  ν’ αναστηθούνε; Όμως με τη δουλειά αυτή[στην αποθήκη], ο καθένας μεγάλωσε τα παιδιά του, παντρεύτηκαν, κάναν τις οικογένειές τους, ζήσανε, ταχτοποιήθηκαν όλοι καλύτερα, καταλάβατε; Πώς δεν ήταν σημαντική αυτή η δουλειά, αυτή την περιμένανε σαν Θεό, τα Καπνομάγαζα, πότε θ’ ανοίξουν οι αποθήκες να πάνε για δουλειά! Αυτή ήταν η ζωή τους, από κει περιμένανε, δεν είχαν πουθενά!“.

     Μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες δημιουργείται η εικόνα ότι οι γυναίκες έτρεφαν αισθήματα υπερηφάνειας για τη δεξιοτεχνία, τη γρηγοράδα, τη δύναμη και την αποδοτικότητά τους στην επεξεργασία του καπνού.

Η νοικοκυροσύνη  και η καλαισθησία αυτών των γυναικών διακρινόταν εκτός από το χώρο του σπιτιού και στο χώρο της εργασίας. Στο τραπέζι «του καπνομάγαζου» ή «του κοντινού πεζοδρομίου» στρώνουν την καθαρή πετσέτα και σερβίρουν το φτωχικό φαγητό: ψωμί, ελιές, τυρί, ντομάτα ή ό,τι περίσσεψε από το βραδινό. Φαινόταν ο πολιτισμός του τραπεζιού τους…

Όμως αυτή η νοικοκυροσύνη, η κομψότητα και η περιποιημένη χωρίς επιτήδευση εμφάνισή τους, το γέλιο, το τραγούδι και η θετική διάθεση, καθώς και η εργασία στην καπναποθήκη, που ήταν τρόπος ζωής για τις ίδιες, προκάλεσαν τα αρνητικά και πικρόχολα πολλές φορές σχόλια των ντόπιων της περιοχής, αλλά και γενικότερα των τόπων όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες.Η καθαριότητα, η πάστρα σχολιάστηκε αρνητικά. Και οι πραγματικά παστρικιές και νοικοκυρεμένες γυναίκες κακοχαρακτηρίστηκαν. Τις είπαν «παστρικιές» με την αρνητική σημασία της λέξης που σημαίνει γυναίκες  ελευθερίων ηθών, κοινώς πόρνες.

 Ο χαρακτηρισμός “παστρικιά” ή “Σμυρνιά”  δήλωνε τον κίνδυνο της “ηθικής διάβρωσης” της τοπικής κοινωνίας από την υποτιθέμενη “σεξουαλική χαλαρότητα” και τον τρόπο ζωής των γυναικών προσφύγων. Οι ντόπιες γυναίκες αυστηρών ηθικών αρχών επικρίνουν τις πρόσφυγες ως γυναίκες μη αυστηρών ηθικών αρχών. Χρησιμοποιούν για το χαρακτηρισμό τους γνωστές λαϊκές λέξεις: ξεδιάντροπες, ξελογιάστρες ανδρών, πουτάνες …

Ας «ακούσουμε»  μια πρόσφυγα- καπνεργάτρια:

Βλέπανε τις πρόσφυγες που ’ταν καλοφτιαγμένες και νομίζανε… [σιωπή]Εκείνη έπρεπε να βάψει το φρύδι της και πού μολύβια και τέτοια! Με τη δάφνη. Καίγανε τη δάφνη. Θυμάμαι γειτόνισσες εγώ. Καίγανε τη δάφνη, το κοτσάνι της δάφνης να βάψουν το φρύδι. Να φκιάξουν την καπέτα, να την κολαρήσουν εδώ, φκιάχναν την καπέτα το παλιό χτένισμα, οι μόδες, θέλω να σου πω, και λέγαν: ου! Οι πρόσφυγες, πωπωπω τι είναι! Γι’ αυτό λέγαν: Θα πας στην Αποθήκη! Ήταν περιποιημένες, ότι ήταν εξώλης και προώλης δηλαδή, που τις βλέπανε . Ενώ δεν ήτανε…Και τον καιρό εκείνο στο Αγρίνιο λέει, δεν ήταν  τίποτα. Δεν είχε. Θέλεις από την ομιλία, θέλεις από το φέρσιμό τους, ειλικρινά λέγανε, ήτανε πολύ, όχι χωριό λέει, κάτι άλλο! Πολύ αμόρφωτος ο κόσμος κι αυτά που βλέπανε στους πρόσφυγες τους φαινότανε αυτές είναι[σιωπή]… καταλάβατε;”.

Αυτές οι αντιδράσεις των ντόπιων και οι ακραίοι χαρακτηρισμοί δικαιολογούνται ίσως σήμερα, γιατί οι γυναίκες αυτές, αριθμητικά κυρίαρχες ανάμεσα στους πρόσφυγες, δεν άργησαν να οικειοποιηθούν το δημόσιο χώρο της πόλης, πεδίο προνομιακά ανδρικό τότε. Η έξοδος των γυναικών από το σπίτι στο χώρο της καπναποθήκης, η οποία φυσικά έγινε εξαιτίας της ανάγκης για επιβίωση θεωρήθηκε επαναστατική για την εποχή και την περιοχή.  Ήταν εύλογο λοιπόν να προκαλέσει την αντίδραση των γηγενών και τη θεώρηση των γυναικών προσφύγων ως ανήθικων. Οι ντόπιοι δεν έβλεπαν με καλό μάτι την εργασία των γυναικών έξω από το σπίτι ή το καπνοχώραφο, στο χώρο του καπνομάγαζου. Θεωρούσαν ότι η εργασία στην καπναποθήκη, δεν ταίριαζε σε “καλές γυναίκες”. Για τούτο αντιστέκονταν στην αλλαγή νοοτροπίας, που σηματοδοτούσαν οι πρόσφυγες καπνεργάτριες, στιγματίζοντας τις ίδιες ως ανήθικες.

Υπήρξαν βέβαια και περιπτώσεις που η παρουσία αυτών των γυναικών στο δημόσιο χώρο,η περιποιημένη εμφάνιση και η  εργατικότητα σε αρκετές περιπτώσεις εκτιμήθηκαν από τους ντόπιους οι οποίοι τις επέλεξαν για συζύγους.Γι’ αυτό οι ντόπιες γυναίκες τις είπαν «καλοαντρούδες»  τις είδαν ανταγωνιστικά και εκφράστηκαν ανάλογα…Οι προσφυγοπούλες από την πλευρά τους αισθάνονταν αυτοεκτίμηση και ικανοποίηση που κάποιοι αναγνώρισαν την αξία τους και τις παντρεύτηκαν.

Σε προφορικές αφηγήσεις ντόπιων γυναικών διαπιστώνεται η παραδοχή και η αναγνώριση της αξίας και της προοδευτικότητας των προσφύγων και ιδιαίτερα των γυναικών, που έφεραν νοικοκυριό, πολιτισμό στην περιοχή και λειτούργησαν ως πρότυπα για αυτές. Καταγράφεται η διαφορά τους με τις πρόσφυγες που τις χαρακτηρίζουν ως ανώτερες και πολιτισμένες ενώ οι ίδιες αυτοχαρακτηρίζονται ως κατώτερες και «βλάχες» με την υποτιμητική σημασία που αποδίδουν στη λέξη.

Μια  Αγρινιώτισσα καπνοφύτισσα αφηγείται:

Οι προσφυγοπούλες ήτανε καλές νοικοκυρές, πολύ καλές νοικοκυρές, είχανε πολιτισμό. Όταν ήρθανε οι πρόσφυγοι ήφεραν τον πολιτισμό τους. Κι στ’ Αγρίνιο κι σ’ούλα τα μέρη, χωρίς λέξη. Γιατί μερικοί τ’ς κατηγοράνε. Κακώς! Οι πρόσφυγες ήτανε νοικοκυρές κι είχανε πολιτισμό πολύ. Είχανε κι έχουν. Ένα καλυβάκι νάχανε, ανέστηνε ο τόπος μέσα κι έξω! Κι ξέρανε να μιλήσνε κι ξέρανε όλα. Εμείς είμαστανε και πισωδρομικοί. Βλάχοι χωρίς πρόβατα είμαστανε! [Προφορική συνέντευξη της Β.Κ. στη Μ.Αγγέλη, α/α 106, 11/5/2003, Ερευνητικό Πρόγραμμα].

 

Scroll to Top