Βαθειά ριζωμένη η χαμένη πατρίδα, δεν μου ‘κανε καρδιά να τ’ αφήσω...

Κείμενο του Χρήστου Μποκώρου, στο προσωπικό του προφίλ στο facebook.  2 Σεπτέμβρη 2023. 

kapnos-mpokoros

Μπήκε Σεπτέμβρης, συννέφιασε σήμερα, μπας και κοπάσει κι η φωτιά που μας κατακαίει ανήμπορους. 
Ψάχνοντας άλλα, βρήκα κάτι σημειώσεις παλιές, γραμμένες δέκα χρόνια πριν, με την φωτογραφία ακόμη παλιότερη, σαραντατόσα χρόνια πριν τραβηγμένη, κοντοστάθηκα, βαθειά ριζωμένη η χαμένη πατρίδα, δεν μου ‘κανε καρδιά να τ’ αφήσω…

    Είχαμε σταματήσει ήδη την καλλιέργεια του καπνού, δώσαμε και την άδεια τον δεύτερο χρόνο με τα μισά χρήματα της αποζημίωσης, πριν απελευθερωθεί η καλλιέργεια για να σταματήσει εντελώς λίγα χρόνια μετά, εγώ φοιτητής, ο πατέρας φευγάτος, η μάνα στο ανθοπωλείο, η αδερφή μου στο σπίτι, παρατημένα τα οικήματα τα ‘χαν ρημάξει οι γύφτοι, τρεις φορές προσπάθησα να τ’ αναστήσω, ξαναπήρα εργαλεία, επισκεύασα πόρτες, παράθυρα, έβαλα αλυσίδες, λουκέτα, συρματοπλέγματα στα ξέφραγα που τα θυμόμουν πάντα ανοιχτά για όλους και ελεύθερα, μάταια όλα. Επιστρέφοντας τα ‘βρισκα λεηλατημένα. Πήγαινα τότε συχνά, με κάθε ευκαιρία, με τράβαγε μια έλξη ανεξέλεγκτη κι ας μην είχα να κάνω πια τίποτα εκεί, μπορεί να ‘τανε μόνο για ν’ ανασάνω τη μνήμη που ήτανε φρέσκια ακόμη ή έστω για να μείνει τούτη η έρμη η φωτογραφία. Χειμώνας, οι μουριές άφυλλες, ακλάδευτες, γυμνωμένες, ανάμεσά τους είχε απομείνει ο στεγασμένος φούρνος, ο άλλος ο υπαίθριος γκρεμισμένος σωρός, ένα χάλασμα -τι ψάχναν να βρούνε εκεί μέσα;- φύλλα σκόρπια πεσμένα ξερά, κλαράκια σπασμένα, ατσαλιά, ξασπρίζαν οστά γεγυμνωμένα απ’ τ’ απομεινάρια τ’ ασβέστη οι πέτρες, τ’ αναγνώριζα όλα αλλά τίποτε δεν έδειχνε τις παλιές μας τις δόξες εκείνα τα καλοκαίρια.

    Κάτω απ’ τη μεγάλη σ’καμνιά ολημέρα αρμαθιάζαμε φύλλα καπνού καθισμένοι οκλαδόν σε κουρελούδες πολύχρωμες γύρω από ‘να βουνό καπνόφυλλα μαζεμένο νύχτα, χαράματα, που έπρεπε μέχρι το βράδυ να το ισιώσουμε, να το κάνουμε κάμπο. Τελευταία δουλειά μας τ’ απόγευμα να σκουπίσουμε το χώμα απ’ τη σκόνη και τ’ άχρηστα. Μας έδινε δυο σκούπες η μάνα μου και διέταζε τίποτα να μη μείνει, να περπατάς ξυπόλητος και να φτάνεις απέναντι καθαρός. Μόλις που ‘χαμε ξεπλύνει απ’ τη σκόνη χέρια, πόδια και πρόσωπο, αξέχαστη η γεύση κι η όρεξη, το πολύτιμο δείπνο ανάμεσα στον κάματο της μέρας και την αποσπερ’νή ξεκούραση, το γλυκοφάγωτο ότι να ‘ναι που καταβροχθίζαμε λαίμαργα, κουρασμένοι, εκεί έξω, στις αυλές. Είχε προς στιγμήν το ψωμί μια γεύση πικρή στις μπουκιές που μας έκοβε απ’ το φρεσκοψημένο φουρνισμένο η θειά Ξένη τ’ απόγιομα με το χέρι της πικραμένο ακόμα απ’ τα φύλλα του καπνού. Oλημερίς μ’ αυτά μπερδευότανε, μάζεμα, αρμάθιασμα, ‘λιάστρα. Άλλες φορές τ’ αλείβαμε βούτυρο ανεβασμένο αφρό απ’ το τρυπητό που χτυπούσε το γάλα στη βούρτσα εκεί μπροστά στο παράσπιτο. Το μάζευε μ’ ένα παλιομάχαιρο αλουμινένιο σ’ ένα τσίγκινο πιάτο και τού ριχνε αλάτι χοντρό. Δεν είχαμε ψυγεία ούτε ρεύμα στα καπνοχώραφα. Μοσχοβόλαγε ο τόπος φρεσκάδα ψωμιού  και καμμένα χαμόκλαδα που καπνίζανε ακόμα και μαυρίζανε τον ασβεστωμένο τρούλο πάνω απ’ το τόξο της πόρτας του φούρνου. Από κει μέσα ξεφούρνιζαν κάποτε και πίτες καυτές στο σινί, καν’να κοτόπουλο ροδοκόκκινο στον νταβά με πατάτες λαδορίγανη και λεμόνι ή πιο συχνά γρήγορες καλαμποκίσιες μπομπότες με τυρί ή γλυκές με σταφίδες. Δεν είχαμε πάντα ζεστό φαί. Κάποιες φορές ήταν κρύες πίτες ή κεφτεδάκια χτεσινά ή καν’να μαγειρευτό που είχε απομείνει, γεμιστά ή μπριάμ’, ορφανά κριθαράκια ή ψωμοτύρι με φρέσκα ζαρζαβάτια του κήπου. Σπάνια περνούσε και καν’να κάρο με καρπούζια απ’ τον χωματόδρομο κι ο αγωγιάτης του φώναζε, τα διαλαλούσε. Τρέχαμε να το κουβαλήσουμε παίζοντας και να το κρατήσουμε κάπου στη στέρνα δροσερό για μεσημεριανό με την αλμυρή σφήνα του τυριού και το μπαγιάτικο ψωμί. Δεν αφήναμε να χαθεί ούτε ψίχουλο, το μουσκεύαμε μεσ’ στο ζουμί του. Ήτανε το δικό μας γλυκάλμυρο είχαμε και άλλα, γλυκόξινα, αγουρίδες μαζί με τα σύκα, ξυνόγαλο με μπομπότα και γλυκόξινο φρέσκο προζυμένιο ψωμάκι απ’ το φούρνο. Να ο παράδεισος!

    Μου λέγαν -αλλά εγώ δεν το καλοθυμάμαι- ότι κάποια μέρα -πολύ μικρός- είχα χαθεί, με ψάχναν παντού δεν με ‘βρίσκαν, με φώναζαν, τίποτε, δεν απαντούσα, αγωνία, πανικός μην είχα πέσει στη στέρνα, στο ρέμμα, μέχρι που μ’ είδε μια ξαδέρφη να βγαίνω μπουσουλώντας κατάμαυρος μέσα απ’ τον φούρνο, θα ‘χα ‘μπεί να εξερευνήσω αθώος ο αφελής το σκοτάδι. Μόνο τα μάτια ξεχώριζαν μου ‘λεγε η μάνα μου κι έχω ακόμα στο στόμα μια γεύση απ’ τη στάχτη, την κάπνα των ξύλων και το πυρόχωμα, τη σκουριά απ’ τη σιδερένια αψίδα της πόρτας και τον ασβέστη.

Scroll to Top