Εσωτερική μετανάστευση
Nοικοκυραίοι στο χωριό, σέμπροι στο Αγρίνιο

Γράφει η Γιούλα Τζογάνη, 
μέλος της ΔΡΩ

Η χρονική περίοδος μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του ΄70, κατά την οποία διαδραματίστηκε η εσωτερική μετανάστευση, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά σκληρή και επώδυνη για τους μετανάστες σέμπρους καπνοκαλλιεργητές, περίοδο την οποία καλύπτει σιωπή αφού πολύ καλά και με επιμέλεια έχουν κρύψει τόσο οι μεγαλο-καπνοχωραφάδες όσο και οι σέμπροι του Αγρινίου, κι ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η οικονομική ζωή στα χωριά είχε αρχίσει να μαραζώνει καθότι η εξέλιξη κι η ανάπτυξη διαδραματίζονταν στις μεγάλες πόλεις και στο νομό μας μία από τις αναπτυσσόμενες πόλεις ήταν το Αγρίνιο. Σ΄ αυτή την πόλη την πιο κοντινή στο χωριό μου ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν σχολεία Δημοτικά και Γυμνάσια για να σπουδάζουν τα παιδιά, εκεί τα Νοσοκομεία, οι δουλειές, τα πολιτιστικά δρώμενα και η διασκέδαση.

Αρκετοί αγρότες με εμπειρία στην καπνοκαλλιέργεια από τα γύρω χωριά του Αγρινίου άρχισαν να εγκαταλείπουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους (κυρίως οικονομικούς, κοινωνικούς, και εκπαιδευτικούς) τα υπάρχοντά τους: σπίτια, χωράφια, αποθήκες, γείτονες, ζωντανά, πολιτισμό, εκκλησία, αυτάρκεια, αξιοπρέπεια, υπερηφάνια, κύρος, αρχοντιά, παράδοση… και βρήκαν καταφύγιο στα χωράφια των μεγαλοκτηματιών, των αφεντάδων, αφού αφεντικό αποκαλούσαν το μεγαλοκτηματία στον οποίο εργάζονταν ως σέμπροι. Κουβάλησαν βέβαια μαζί με τα απαραίτητα κινητά υπάρχοντά τους και τη μνήμη τους από το χωριό, η οποία ακολούθησε την πορεία τους στον αστικό χώρο κι εκεί άρχισαν δειλά – δειλά να συνυπάρχουν. Ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν κάποιες από τις συνήθειες και τις νοοτροπίες του χωριού και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής και να συμμορφωθούν στους τρόπους ζωής του νέου περιβάλλοντος. Δεν ήταν καθόλου εύκολο και δυσκολεύτηκαν να ενταχθούν στους νόμους και στους ρυθμούς της πόλης, ενώ μέρος του πολιτισμού τους άρχισαν σιγά-σιγά να ενσωματώνουν σ’ αυτούς.
Οι μεγαλοκτηματίες Αγρινιώτες που κατείχαν πολλά στρέμματα καλλιεργήσιμης γης δεν κούραζαν την οικογένειά τους με την καλλιέργεια του καπνού. Σπούδαζαν τα παιδιά τους και ασκούσαν επαγγέλματα που τους προσέδιδαν κύρος και χρήμα. Με την καλλιέργεια των χωραφιών τους ασχολούνταν οι αμόρφωτοι κι εκείνοι που δεν κατείχαν ούτε χω-ράφια ούτε σπίτια, δεν είχαν δηλαδή στον ήλιο μοίρα. Σ΄ αυτή την κοινωνική κατηγορία βρέθηκαν οι αγρότες εσωτερικοί μετανάστες και μεταξύ αυτών και η οικογένειά μου.
Ο μεγαλοκτηματίας απαιτούσε τη μισή σοδειά από την καλλιέργεια των καπνών ακόμη και από τα κηπευτικά που καλλιεργούσαμε στον κήπο δίπλα στην αποθήκη του. Έτσι έπαιρνε τις μισές πατάτες, κολοκυθάκια, κρεμμύδια, αυγά ενώ επέτρεπε να τρώμε φρούτα απ’ τα δένδρα του. Είκοσι στρέμματα καπνό τσεμπέλι καλλιέργησε η οικογένειά μου για τρία χρόνια και τη μισή παραγωγή την πήρε το αφεντικό. Σε όλες τις διαδικασίες που αφορούσαν στην καπνοκαλλιέργεια, όπως πότισμα φυντανιού, φύτεμα, σκάλισμα, μάζεμα καπνού κι αρμάθιασμα, άπλωμα της αρμάθας στις λιάστρες για να ξεραθεί, μάζεμα σε βαντάκια και μεταφο-ρά από τις λιάστρες στην αποθήκη, στρώσιμο του καπνού και δεματοποί-ηση, συμμετείχαμε κι εμείς τα παιδιά τα οποία καταφέρναμε να συν-δυάζουμε και το σχολείο με το διάβασμα αλλά και τα παιχνίδια μας χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε τι είναι οι διακοπές. Μεταξύ συγγενών αλλά και γειτόνων καλλιεργήθηκε -όπως και στο χωριό αλλά και ακόμη καλύτερα- η επικοινωνία και οι δανεικαριές, η αλληλοβοήθεια που ξεπερνούσε τις δύσκολες φάσεις. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερναν συγγενείς, γείτονες και φίλοι που καλλιεργούσαν καπνό, όταν χρειαζόταν βοήθεια ο ένας , πάντα να βρίσκεται και κάποιος για να τον ξελασπώσει. Ας πούμε πως το φυντάνι κάποιου μεγάλωσε γρήγορα και έπρεπε να φυτευτεί άμεσα, τότε εκείνου που αργούσε να μεγαλώσει έτρεχε και βοηθούσε και όταν τέλειωνε το φύτεμα ο πρώτος έτρεχε να βοηθήσει το δεύτερο κι αυτές οι δανεικαριές, η αλληλοβοήθεια συνεχίζονταν μέχρι να τελειώσει ο κύκλος της καλλιέργειας του καπνού.
Ο πατέρας μου τελικά από νοικοκύρης κι αυτάρκης στο χωριό βρέθηκε στην πόλη σέμπρος, εξαρτώμενος από έναν μεγαλοκτηματία και τελευταίος στην κοινωνική ιεραρχία. Το αφεντικό εκτός από τα χωράφια τού παραχώρησε και μια αποθήκη χτισμένη από πέτρα για την αποθήκευση της σοδειάς, που έμοιαζε με σπίτι κι εκεί εγκαταστάθηκε όλη η οι-κογένεια παρέα με τα βαντάκια και τα δέματα. Τι κι αν ήταν έξυπνοι…! Τι κι αν κουβαλούσαν αρχές και αξίες, ντυμένοι με στολή αρχοντιάς, ο πατέρας, η μάνα κι ο παππούς, αφού στο Αγρίνιο δεν είχαν κτήματα και ήταν σέμπροι, ήταν ασήμαντοι στην κοινωνική ιεραρχία σε σχέση πάντα με τ’ αφεντικό. Κι αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα κατωτερότητας, μοναξιάς, ανασφάλειας, φόβου που τους δημιουργήθηκαν ακολουθούσαν κι εμάς τα παιδιά που βιώσαμε αρχικά διακρίσεις στο σχολείο ως μαθητές από ορισμένους καθηγητές και συμμαθητές. Αυτά τα συναισθήματα δεν άφησαν να εδραιωθούν η αισιοδοξία, η αρχοντιά, η ομορφιά και η αξιοπρέπεια, κληρονομιές που κουβαλούσε η ύπαρξή μας. Και οι σπουδές μας υπήρξε η αιτία που οδήγησε τον πατέρα μου στην εσωτερική μετανάστευση, ένα δύσκολο εγχείρημα τόσο για τους μεγάλους στην ηλικία όσο και για τα παιδιά.
Ο πατέρας ήθελε να σπουδάσουμε και να ζήσουμε πολιτισμένα μακριά από τη σκληρή ζωή του αγρότη. Πάντα καμάρωνε όταν συναντούσε και συναναστρεφόταν ανθρώπους που βρίσκονταν σε ανώτερο κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο και μας τους ανέφερε ως παράδειγμα προς μίμηση. Έπρεπε να μεταπηδήσουμε από την κατηγορία του αγρότη σ΄ αυτές του επιστήμονα, του δημόσιου υπάλληλου και γενικά του μικρομεσαίου.
Ο πατέρας πίστευε πως τα παιδιά πρέπει να είναι κοντά στους γονείς μέχρι να ενηλικιωθούν και να τελειώσουν το Γυμνάσιο και μας παρομοίαζε με τα χελιδονάκια που παραμένουν στη φωλιά τους μέχρι να μάθουν να πετούν. Έτσι και τα παιδιά, έλεγε, είναι σαν τα χελιδόνια που μόλις ενηλικιωθούν πρέπει να φύγουν απ’ την οικογένεια· κι αυτό δεν το έλεγε μόνο, το πίστευε και το έπραξε αφού εγκατέλειψε το χωριό του: σπίτι, αχυρώνες, χωράφια, εκκλησία, ξωκλήσια, μοναστήρι, οπωροφόρα δέντρα, το πηγάδι και την αιωνόβια φτελιά – κάτω από τον ίσκιο της οποίας ο παππούς μου ξεκαλοκαίριαζε, σβουίρια, βαλανιδιές, μοσχοβολιστό αέρα από τ’ αγριολούλουδα και αρωματικά βότανα, λίμνη, ρυάκια, ζωντανά, φίλους, γείτονες, συγγενείς, αυτάρκεια, παραδόσεις, τη συμμετοχή του στις χαρούμενες και πικρές στιγμές των συγγενών, φίλων και χωριανών και γενικά το χώρο και το χρόνο του- εκτός από την αρχοντιά, την περηφάνια, την αξιοπρέπεια και τη μνήμη του, για να εγκατασταθεί στο Αγρίνιο με την οικογένειά του (που αριθμούσε οχτώ μέλη -τέσσερα παιδιά, τον ίδιο, τη μάνα μου και γυναίκα του, τον πατέρα του και την ανύπανδρη και φιλάσθενη αδερφή του, τη θεία Σοφία)· και μαζί με την οικογένεια και την κατσίκα που κάλυπτε με φρέσκο γάλα το πρωινό μας.
Η μάνα μου μόλις μπήκε στην αποθήκη ξεδίπλωσε τον αρχιτέκτονα διακοσμητή που έκρυβε μέσα της κι άρχισε τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου της σε νοικοκυρεμένο σπίτι. Με τη βοήθεια του πατέρα χώρισε με καπνόπανα το χώρο σε δύο μέρη. Την πίσω πλευρά, που δεν είχε παράθυρο, τη μετέτρεψε σε αποθήκη, αφού εκεί θα στοιβάζονταν τα καπνά, εργαλεία και ό,τι άλλο ήθελε να μη φαίνεται. Στο μπροστινό μέρος τοποθέτησε τα κρεβάτια, το μπαούλο που περιείχε τον ανεκτίμητο θησαυρό της, τα χειροποίητα ασπροκέντητα της προίκας της, με τα οποία στόλιζε το σπίτι στις γιορτές του πατέρα και του παππούλη (γιατί στο χωριό γιόρταζαν μόνο τους άνδρες) και ψηλά στον τοίχο κρέμασε το εικονοστάσι, όπου τοποθέτησε τις εικόνες των αγίων, για να προσεύχεται και να ικετεύει την προστασία τους για υγεία και προκοπή μας. Έφτιαξε και το γίκο και τον σκέπασε καλά με άσπρο κεντημένο σεντόνι για να προστατεύονται τα χονδρόρουχα, τα οποία χρησιμοποιούσαμε το χειμώνα. Στην αριστερή πλευρά της πόρτας τοποθέτησε τραπεζάκι, απίθωσε μια λεκάνη και κρέμασε το νιπτήρα, δίπλα την πιατοθήκη, στη μέση το τραπέζι φαγητού με τις καρέκλες, άναψε το τζάκι και το σπίτι ήταν έτοιμο.
Στην αποθήκη η μάνα εγκατέστησε και τον αργαλειό της στον οποίο ύφαινε το χειμώνα που δεν είχε δουλειές στα χωράφια: κουρελούδες, σαΐσματα, απλάδια και κουβέρτες, δίμητες και καραμελωτές. Τακ – τουκ, τακ – τακ, ακούγονταν τα μτάρια καθώς τα χτυπούσε με δύναμη για να στρώσει το νήμα που πέρναγε ανάμεσα στο στημόνι με τη σαΐτα. Με νήματα βαμβακερά, μάλλινα και λινά ύφαινε στρωσίδια, μεσάλια, τβαέλια, πετσέτες προσώπου και φαγητού κι ένα απ’ τα λινά μεσάλια ήταν κι αυτό που η μάνα σκέπαζε τα καρβέλια.
Το λινάρι, μου έλεγε η μάνα, πως το έσπερναν στο χωριό της το χινόπωρο μαζί με τα σιτάρια και τη βρώμη. Το θεριστή το ξεκόλωναν, όταν ήταν ώριμο με τους σπόρους του, το οποίο είχε σχεδόν το ίδιο ύψος με το σιτάρι και το έφτιαχναν δεμάτια σε μέγεθος, όσα χωράει μια αγκαλιά. Τίναζαν το σπόρο και το μάζευαν, γιατί μ’ αυτόν έφτιαχναν κατάπλασμα ένα θεραπευτικό κατασκεύασμα. Το λιναρόσπορο τον συνέθλιβαν (στούμπαγαν) σε χαβάνι και τον έριχναν σε κατσαρόλα με νερό για να βράσει μέχρι να γίνει πηχτό σαν αλοιφή. Μ΄ αυτή την αλοιφή γέμιζαν μια σακούλα που είχαν ράψει με μάλλινο ύφασμα και την ακουμπούσαν στην πλάτη του άρρωστου που έπασχε από πνευμονία. Αυτό το γιατρικό με τη ζέστη και τον ιδρώτα που προκαλούσε έδιωχνε το κρύωμα. Πολλούς, έλεγε η μάνα μου, γλίτωσε το κατάπλασμα από το θάνατο.
Στη συνέχεια τα λιναρένια δεμάτια τα τοποθετούσαν σε τρεχούμενα νερά, τα στερέωναν με πέτρες και τα άφηναν είκοσι ημέρες για να μαλακώσει το εσωτερικό τους, να απομακρυνθεί και να μείνει το εξωτερικό του. Κατόπιν τα άπλωναν στον ήλιο για να ξεραθούν. Κι αφού τέλειωνε η διαδικασία του στεγνώματος, τα χτυπούσαν με το μάγγανο μέχρι να φύγει τελείως το εσωτερικό τους και να μείνουν τα σκοινιά και στη συνέχεια με τον κόπανο τα χτυπούσαν για να μαλακώσουν τα σχοινιά. Κι αφού τέλειωνε κι αυτή η διαδικασία τα χτένιζαν με τα λανάρια κι έφτιαχναν μαλλί. Τις τλούπες μαλλί καρφίτσωναν στη ρόκα , το έγνεθαν κι έφτιαχναν το νήμα, το οποίο κατόπιν έβαφαν με μπογιές βαμβακερές, όπου κυριαρχούσαν τα χρώματα κόκκινο, πράσινο και μπλε. Για το βάψιμο έβραζαν νερό σε μεγάλα καζάνια, διέλυαν τη μπογιά με τη στίψη, έριχναν το νήμα το οποίο μετά από σχετικό βράσιμο έπαιρνε το χρώμα του.
Έξω από το σπίτι και στη δυτική πλευρά που δεν την έπιανε δυνατός αέρας και βόλευε τη μάνα, έχτισαν τον ξυλόφουρνο. Ήθελε τέχνη, μαεστρία και δυναμάρια το χτίσιμο του φούρνου, γι’ αυτό και η μάνα κάλεσε την αδελφή της απ’ το χωριό που κατείχε την τέχνη . Ήταν η πιο όμορφη και πολυτάλαντη απ’ τις ορφανές από πατέρα αδερφές, που την πάντρεψαν με ένα όμορφο παλικάρι του χωριού που κουβαλούσε στην ύπαρξή του σκληρότητα, τραχύτητα και το αγριωπό της περιοχής. Ενάμιση χρόνο έζησε μαζί του και έξι μήνες μετά τη γέννηση της κόρης τους σκοτώθηκε. Δούλευε σκληρά η θεία στο σπίτι, στα χωράφια με σιτάρια, αμπέλια, βελανίδια, ελιές κι ό,τι χρειαζόταν η γη και απαιτούσε η οικογένεια κι αφού έμεινε χήρα και είχε καλή φωνή έγινε κι η καλύτερη μοιρολογίστρα. Δεν έλειπε από καμιά κηδεία κι έλεγε τα μοιρολόγια της και θρηνούσε το νεκρό ως Πρωθιέρεια. Γύρω από το νεκρό και σε κύκλο οι μαυροντυμένες γυναίκες την ακολουθούσαν στα τραγούδια που έλεγε για τον κάτω κόσμο ενώ έστελνε και μηνύματα στον άντρα της. Αυτές οι γυναίκες, που θύμιζαν χορό αρχαίας τραγωδίας κατευόδωναν την ψυχή, έδιναν κουράγιο στους συγγενείς, έστελναν μηνύματα στις ψυχές των αγαπημένων τους που βρίσκονταν στον κάτω κόσμο, προσεύχονταν στο Θεό και την Παναγία να βοηθήσει την απελθούσα ψυχή για να βρει ανάπαυση και αποθήκευαν στο νου και την καρδιά τους τη σοφία που ψάρευαν απ’ τα ποτάμια των δακρύων τους. Ο πόνος κι ο καημός πλημμύριζε τα όνειρα, έπνιγε τις επιθυμίες τους και στα δίχτυα του μπλέκονταν τα ρόδα της αγάπης και σάπιζαν απ’ ασφυξία.
Η πολυτάλαντη θεία σχεδίασε, κατασκεύασε και μας παρέδωσε για χρήση το ξυλόφουρνο. Στην αρχή συγκέντρωσε πέτρες σ’ ένα μικρό λοφίσκο κι έφτιαξε λάσπη με χώμα πηλού. Τη λάσπη την ανακάτεψε με άχυρα και με σβουνιές αλόγων και μοσχαριών και μ’ αυτό το μείγμα σκέπασε τις πέτρες προσέχοντας να είναι αρκετά παχύ το στρώμα. Στην μπροστινή πλευρά άφησε άνοιγμα και μ’ ένα λαμαρινένιο στεφάνι το στέριωσε κι αυτό ήταν η πόρτα του φούρνου. Αυτή η κατασκευή για να στεγνώσει χρειάσθηκε περίπου ένα μήνα. Ξανάρθε η θεία από το χωριό και με προσοχή αφαίρεσε τις πέτρες κι αποκαλύφθηκε ο έτοιμος φούρνος. Τον γέμισε με ξύλα ,άναψε φωτιά και σχεδόν για δυο μέρες δεν έσβησε ούτε λεπτό η φωτιά . Αυτό ήταν το μυστικό, το καλό κάψιμο του φούρνου για να ζεσταίνεται γρήγορα και να μην καίει πολλά ξύλα στα επόμενα φουρνίσματα. Στο φούρνο λοιπόν η μάνα έψηνε τα καλύτερα καρβέλια, πίτες και φαγητά και μοσχοβολούσε η περιοχή. Δώδεκα καρβέλια χώρα-γε η πινακωτή όσοι κι οι δώδεκα απόστολοι κι η πινακωτή ο Χριστός και τόσα ζύμωνε η μάνα κάθε φορά κι ένοιωθε να κατακλύζεται το σπίτι από ευλογία . Τα καρβέλια τα τύλιγε με το λιναρένιο μεσάλι που είχε υφάνει η ίδια και τ’ απίθωνε στην κόφα για να αερίζονται και να διατηρούνται μαλακά.
Σ’ αυτό το φιλόξενο σπίτι – αποθήκη δεν έλειπαν και οι μουσαφιραίοι, συγγενείς και γνωστοί απ’ τα χωριά που κατέφθαναν στο Αγρίνιο για γιατρούς ή για δουλειές. Όποιον συναντούσε ο πατέρας, τον καλούσε στο σπίτι για φαγητό ή και ύπνο… Θυμάμαι δύο γυναίκες, η μία συγγενής και η άλλη συμπεθέρα, από διπλανά με το δικό μου χωριά, που φιλοξενήθηκαν στην αποθήκη- σπίτι μας πάνω από μήνα η κάθε μία, μέχρι να φτάσει η μέρα της γέννας τους. Η μαμή του χωριού, που κάλυπτε τις ανάγκες της γέννας των γυναικών, άρχισε να αποσύρεται από τη διαδικασία γιατί αυτή την ανάγκη την κάλυπταν οι γυναικολόγοι γιατροί στις κλινικές τους, όπου παρείχαν κατάλληλες συνθήκες και για τη γυναίκα και για το νεογέννητο. «Όλοι οι καλοί χωράνε», έλεγε ο πατέρας μου, και το χαμόγελο ικανοποίησης που χάριζε τους έφερνε πιο κοντά κι ένοιωθαν σαν το σπίτι τους. Και πράγματι σαν να τελούνταν κάτι μαγικό και υπήρχε πάντα αφθονία αγαθών αλλά και μέσα στη στενότητα του χώρου μια ευρυχωρία. Τελικά ο Ξένιος Δίας φρόντιζε για όλα.
Το κρεβάτι του παππούλη το τοποθέτησε η μάνα δίπλα στο τζάκι, για να ζεσταίνεται το χειμώνα, αφού ήταν κρυουλιάρης και να ανακατεύει το φαγητό, όταν απουσίαζε. Βλέπεις γνώριζε από μαγειρική, αφού έμεινε χήρος πολύ νέος με εφτά παιδιά, έξι κόρες και τον πατέρα μου, το μοναδικό αγόρι και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Παρότι ήταν πολύ όμορφος ο παππούς και υπήρχαν γυναίκες που τον ήθελαν δεν μας αποκάλυψε γιατί δεν παντρεύτηκε ξανά. Μαγείρευε και βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Το πρωί του άρεσε να τρώει μπαζίνα, την οποία θεωρούσε πολύ θρεπτική για όλη την οικογένεια. Σε κατσαρόλα με νερό που έβραζε έριχνε καλαμποκίσιο αλεύρι μέχρι να γίνει σφιχτό και το περιέχυνε με καυτό λάδι, στο οποίο είχε τσιγαρίσει κρεμμύδια κατά τις ημέρες που νηστεύαμε και τυρί φέτα τις υπόλοιπες. Η μπαζίνα και το κατσικίσιο γάλα ήταν το πρωινό για τα παιδιά πριν πάμε στο σχολείο και τους μεγάλους πριν τις δουλειές.
Στο χωριό ο παππούς έψελνε στην εκκλησία στη θέση του αριστερού ψάλτη και του άρεσε πολύ η μουσική και το διάβασμα. Συχνά μου ζητούσε καινούρια βιβλία για να διαβάσει όταν τέλειωνε με τα σχολικά μου και γκρίνιαζε, όταν δεν τον προμήθευα με καινούρια, κι αυτό γιατί διψούσε για γνώση. Μητσέλια τον φώναζαν χαϊδευτικά κι από νοικοκύρης κι αφέντης του χωριού με τα σπίτια, τις αποθήκες, τα ζωντανά και τα χωράφια του με το πηγάδι, κατάντησε στα γεράματά του να σέρνεται στις αποθήκες και να βλέπει το παιδί του σέμπρο, στο μεγαλοκτηματία και θλίψη και πόνος τον βάραιναν και χωρίς να ξεστομίζει κουβέντα παρακολουθούσε την οικογένεια του γιου του, αθόρυβος σαν πουλάκι.
Μόνο ο πάντα χαμογελαστός πατέρας μου ήταν αισιόδοξος, γιατί πίστευε πως με τη σκληρή δουλειά, το συνεχή αγώνα για κάθε τι που σε εξελίσσει θα ξεπεράσεις τα δύσκολα και θα ‘ρθουν καλύτερες ημέρες που θα γίνουν πραγματικότητα τα όνειρα κι οι στόχοι και θα προκόψεις.
Πρώτη προτεραιότητά του, να χτίσουμε δικό μας σπίτι στην πόλη της ανάπτυξης, της προόδου και του πολιτισμού· και δεν άργησε να αγοράσει με τα χρήματα που πήρε από την περιουσία που πούλησε στο χωριό -μαζί με μία από τις παντρεμένες αδερφές του- ένα οικόπεδο κι άρχισε το χτίσιμο του σπιτιού μας. Κι οι λόγοι αυτής της σύμπραξης ήταν η συντόμευση του χρόνου απόκτησης ιδιοκτησίας, γιατί δεν άντεχε την ανασφάλεια που ένοιωθε δίχως δικό του σπίτι.
Ένα βράδυ, από τα πρώτα της παραμονής μας στο Αγρίνιο, ξύπνησα τα μεσάνυχτα περικυκλωμένη από έναν περίεργο φόβο και τρόμο που μ’ έκανε να ουρλιάζω, γιατί σαν να άκουσα καλπασμούς και χλιμίντρισμα αλόγου έξω από το σπίτι και δεν μπορούσα να ηρεμήσω ούτε στης μάνας ούτε στου πατέρα την αγκαλιά. Ο φόβος και οι σκέψεις με κατέκλυσαν για αρκετές ημέρες και βράδια χωρίς να βρίσκω κάποια απάντηση στο τι προκάλεσε αυτό το βίωμα. Η μάνα μου παράτησε τις δουλειές, έτρεξε στην εκκλησία κι έφερε σπίτι τον παπά, για να τελέσει αγιασμό και να μας ευλογήσει, πράγμα που είχε παραμελήσει. Πού να καταλάβουν οι δικοί μου, κι εγώ, πως αυτό που βίωσα ήταν αντίδραση στον αποχωρισμό των όμορφων και μαγικών πραγμάτων που άφησα στο χωριό μου, στην απώλεια του παραδείσου μου, που με βύθισε σ’ ένα σύμπαν μελαγχολίας, ανασφάλειας και φόβου… Πως οι καλπασμοί ήταν του Ντορή μας, που ψυχορραγούσε κι η ψυχή μου ένοιωθε το δικό του πόνο, όπως τον ένοιωθαν κι οι αγαπημένες μου Αμαδρυάδες και τα όνειρα της πολύ όμορφης παιώνιας. Με φόβισε και με τρόμαξε ο νέος πεδινός τόπος που τον έβλεπα και τον ένοιωθα σκοτεινό με πολύ υγρασία αλλά και ξηρασία μαζί, δίχως χρώματα κι αρώματα, ένα τόπο που δεν σε βοηθούσε να φτιάξεις όνειρα και δεν έβρισκα ούτε μια χαραμάδα μαγείας κι ομορφιάς που τόσο είχα ανάγκη.
Πριν φύγουμε απ’ το χωριό το σοβαρό πρόβλημα που βασάνιζε τους γονείς μου ήταν ο ανεπιθύμητος και άχρηστος για την πόλη Ντορής, το άλογο με την αμέριστη προσφορά στην οικογένειά μας. Πώς θα έμενε στο χωριό δίχως τη φροντίδα μας κι αφού το σπίτι κι ο αχυρώνας πουλήθηκαν; Βλέπεις ήταν γέρος και δεν ήθελε να τον αγοράσει κανένας και στην πόλη ήταν άχρηστος, αφού τη θέση του πήραν τα τρακτέρ και τα αυτοκίνητα. Η στεναχώρια μας μεγάλη στη σκέψη του αποχωρισμού απ’ τον Ντορή και το Λάγιο -το γάιδαρο-, τον οποίο συμμάζεψε κάποιος στο χωριό, γιατί δεν τα είχε φάει ακόμη τα ψωμιά του, όπως ο Ντορής.
Τελικά ο πατέρας βρήκε μια επώδυνη λύση και τον εγκατέλειψε ένα πρωινό στο βελανιδοδάσος περδικλωμένο για να πεθάνει όρθιος και με αξιοπρέπεια, αφού κοντά μας έζησε με περηφάνια, σαν μέλος της οικογένειας. Δεν του ταίριαζαν, οι αναπόφευκτες εξαθλιωμένες και αξιολύπητες καταστάσεις ούτε να καταγραφούν στα βλέμματα αγαπημένων του προσώπων εικόνες φριχτές, ούτε να προκαλέσει συναισθήματα πόνου και θλίψης. Μόνος στο δάσος, με συντροφιά τα τραγούδια των πουλιών και των λουλουδιών, εγκατέλειψε το σώμα του στις ρίζες της βελανιδιάς και τα όνειρά του μετακόμισαν στα παλάτια των Αμαδρυάδων, για να τις υπηρετεί σαν Πήγασος.
Η ιστορία των σέμπρων στην πόλη του Αγρινίου είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, καλά τυλιγμένο και κρυμμένο, λες και συμφώνησαν μυστικά με τους καμπίσιους καπνοχωραφάδες να το στείλουν στη λησμονιά, να εξαφανίσουν την ανάμνηση, να ακυρώσουν τη μνήμη. Ίσως οι μεγαλοκτηματίες δεν θέλουν να θυμούνται την αδικία που τους προκάλεσαν, ίσως οι σέμπροι που μεταπήδησαν σε ανώτερα στρώματα και πολλοί τους ξεπέρασαν να νοιώθουν μειονεκτικά που υπήρξαν φτωχοί και δεν θέλουν να θυμούνται πως κάποτε βρέθηκαν σε ανάγκη και τους εκμεταλλεύτηκαν. Ίσως χιλιάδες άλλοι λόγοι και ποιος ξέρει ακριβώς γιατί είναι αναγκαίες αυτές οι βιωμένες εμπειρίες και γιατί επαναλαμβάνονται από τους ανθρώπους αλλάζοντας κάθε φορά μορφή;
Οι καμπίσιοι καπνοχωραφάδες γνώριζαν πολύ καλά να κατέχουν τη γη, να έχουν προνόμια αφού ήταν εφοδιασμένοι με άδεια καπνοκαλλιέργειας, να υπογράφουν συμβόλαια με τους σέμπρους και να εισπράττουν χρήματα δίχως να εργάζονται. Δεν είχαν ανασάνει τις μυρωδιές που αναδύει η γη που κατείχαν, ήταν στεγνοί, ξερακιανοί συναισθημάτων και καμία σχέση με τη φύση δεν είχαν, αφού ούτε μια ριζούλα αγάπης δεν ήξεραν να φυτεύουν. Αντίθετα οι σέμπροι καπνοκαλλιεργητές ήξεραν πολύ καλά να δουλεύουν σκληρά τη γη για να επιβιώσουν, αλλά ένοιωθαν πως είναι άδικο γι’ αυτόν που ξέρει και αγαπά να καλλιεργεί τη γη, να μην κατέχει ένα μικρό μέρος της αλλά ούτε άδεια για καπνοκαλλιέργεια.
Η οικογένειά μου εργάστηκε σκληρά αλλά γρήγορα ενσωματώθηκε με τους ντόπιους κατοίκους και ευδοκίμησε καθώς έδωσε και πήρε πολλά. Τα συναισθήματα αδικίας που βιώσαμε, γρήγορα βέβαια ξεπεράστηκαν από τους προκομμένους και δουλευταράδες γονείς μου (που μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς ως σέμπροι νοίκιασαν χωράφια και καλλιέργησαν μόνοι τους καπνό), όμως ποτέ δεν «ξεπεράστηκαν» απ’ τη δική μου μνήμη. Πήρα μαζί μου στην πόλη όλες αυτές τις θύμησες, που σαν σύντροφοι πιστοί μου παραστέκουν και μου γλυκαίνουν – παρόλη τους την πίκρα- με νοσταλγία όλη μου τη ζωή μετά το χωριό.

Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο «αρχείο Αγρινίου» τεύχος 6, σελίδες 23 – 26

Scroll to Top