Τελευταίο "χέρι"

Γράφειο ο Στέλιος Φούντας, εκπαιδευτικός

Στέλιος Φούντας
Αρμάθιασμα στο Αγρίνιο, 1954. Φωτογραφία από το αρχείο του ΓΙάννη Γιαννακόπουλου
Αρμάθιασμα στο Αγρίνιο, 1954. ΑΡΧΕΙΟ: Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο

Κάτι “κορφόφυλλα”, τελευταίο χέρι, είχαν μείνει σ΄ όσους δεν υπολόγισαν καλά τα δυναμάρια της οικογένειας και έβαλαν παραπάνω στρέμματα καλλιέργεια.
Ανάρια- ανάρια έβλεπες πλέον το πράσινο τού καπνο. Έσβηνε μέρα – μέρα.
Το καφέ του χώματος έπαιρνε εκδίκηση, ήταν αυτός πλέον ο καμβάς της γης και οι καπνόριζες μαδημένες, ξεπουπουλιασμένες στο τέλος του βιολογικού τους κύκλου αντιστέκονταν μ’ ένα χλωμό κιτρινοπράσινο χρώμα να θυμίζουν την ακμή τους, την θαλλερότητά τους, τα ξενύχτια που μαδήθηκαν από τ άγρια δάχτυλα του πατέρα, απ’ τα παιδικά των γιων του.
-Θα μείνω κάνα δυο βράδια ακόμη , δεν επέστρεψαν όλα τα παιδιά στο χωριό , είναι στα κονάκια ακόμη.
Και το σχολείο αργεί, 11 Σεπτέμβρη ανοίγουν.
Μεθαύριο θα φύγω .
-Τί να μείνεις; Η μάνα σου έφυγε για το χωριό , τι θα τρως; Πού είδες παιδιά;
– Ψωμί κι ελιές , απάντησα ακαριαία.
Είχαν όντως φύγει όλοι! Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι φοιτητές, οι αδειούχοι.
Μόνο οι άντρες είχαν μείνει να ολοκληρώσουν τα της “λιάστρας”.
Είχε κι η “λιάστρα” δουλειά.Να τα “ξεκολλήσουν ” αρμάθα – αρμάθα , φύλλο φύλλο, περίμεναν την πρωινή δροσιά να μαλακώσουν τα ξερά φύλλα του καπνού να μην τρίβονται.
Τέλος Αυγούστου. Η μέρα μίκραινε. Σούρουπο.
Τον άφησα με μια μπύρα, ούτε θυμάμαι αν είχε προσφάι.
Πέρασα από πέντε – έξι κονάκια καπνοκαλλιεργητών, είχε δίκιο, δεν υπήρχαν πουθενά γυναικόπαιδα.
Τσουκάλια δεν μύριζαν φαγητό, μέχρι χθες ξεχώριζες απ’ την ντοματίλα και την τηγανίλα κάθε νοικοκυρά κάθε σπίτι.
Μόνο άνδρες που δεν είχαν βγει στο καφενείο μες το μισόφωτο έστριβαν καμιά τσιγάρα ή “τράβαγαν ” κάνα ούζο.
Ναι η ουζίλα αντικατέστησε την μαγειρευτίλα! Το συνειδητοποίησα αμέσως! Μόνο η θεια Πηνελόπη που της είχε μείνει κάνα στρέμμα “κορφόφυλλο” ήταν στο κονάκι, στην αυλή, πολέμαγε με μια βελόνα να αποσώσει κάτι λίγα φύλλα καπνού. Μαγείρευε κιόλας, ο μπάρμπα – Γιάννης είχε κατέβει στο καφενείο.
-Καλησπέρα.
-Τ’ς Κωσταάντως είσαι; Δε καλοβλέπω κιόλας στραβώθηκα απ’ τ’ βελόνα κι απ’ αυτή τη σκόνη, τι ξεραΐλα είναι τούτη; Κι αυτός ο παλοβοριάς, ούλο τ’ απόγευμα φ’ σαει, σα να δυνάμωσε κιόλα.
-Ο Στέλιος είμαι.
-Έμ’ναμι πίσω εμείς καμάρι μ’ δυο ψυχές είμαστε, αρρώστησε κι ο Γιάννης μες τον Αλωνάρη εννιά μέρες στο νοσοκομείο στ’ Αγρίνιο, μήπως γιατρεύτηκε; “Μετά τα καπνά σε περιμένω για χειρουργείο ” του ‘πε ο γιατρός, ο Γιάννης δε θέλει. Θα ρωτήσει και στ’ Κρικελλή λέει.
Σηκώθηκε, πέταξε τη βελόνα και το σπάγγο κι έτρεξε για το φαΐ. Έφερε και τη λάμπα πετρελαίου έξω, είχα κάτσει στη θέση της να της τελειώσω την αρμάθα.
-Άι καμάρι μ’ μη λερώνεσαι, τράβα σπιτάκι σου, δυο μέρες έχουμε ακόμα – πρώτα ο Θεός – μετά θα πιάσω το σπίτι μου στο χωριό. Ανέβηκε η μάνα σ’;
-Έφυγαν όλοι, τα παιδιά γι Αθήνα, γι Αγρίνιο έχουν δουλειές.
-Δουλειές; Απο δ’ λεια σε δ’ λεια πάνε! Μες τα παλιοκαπνά μας, κι εμείς τυραγνία κι τα παιδιά τ’ κόσμ’ περνάνε την αδειούλα τους μες τ’ μαυρίλα..
Δεν είχε παιδιά, άκληρο ζευγάρι.
Καληνύχτισα, κατηφόρισα βγαίνοντας απ’ τις προφυλάξεις των μαντρών, ένιωσα το βοριά,
ζεστός με χώμα, ακάλυπτο από φυτά και στεγνό απ’ το καλοκαίρι που πήγαινε προς το τέλος του σηκωνόταν και σα πούδρα το ‘νιωθες παντού.
Στα μάγουλα, στα μάτια, στα δάχτυλα, στις σαγιονάρες.
Ομιλίες κουρασμένων αντρών στ’ αυτιά, ουζίλα στη μύτη, σκόνη στα μάτια.
Καληνύχτισα δυνατά και το καφενείο.
Οι πατεράδες των φίλων μου μού φώναξαν πιο δυνατά την καληνύχτα.
Σφίχτηκε το στομάχι μου στ’ άδειο σπίτι, ο πατέρας ροχάλιζε πια.
Όλο το σπίτι δικό μου!
Στο πάτωμα δίπλα απ’ το κρεβάτι του ένα βιβλίο παλιό, σπασμένη η ράχη του, καφέ δαχτυλιές απ’ το χώμα και τη λάσπη των χεριών του.
Το πήρα, πήρα κι ένα φακό και βγήκα έξω ..
Δε θα ξόδευα όλη τη μπαταρία, τον χρειαζόταν αχάραγα να μπει στη λιάστρα να βλέπει τις αρμάθες μέχρι το λυκαυγές ν’ αναλάβει το φως της ζωής μας.
“Η λεηλασία μια ζωής ” ο τίτλος ..
Αντώνης Τραυλαντώνης ο συγγραφέας.
Το έκλεισα απότομα, πήγα κόντρα τα ρουθούνια μου στο Βοριά ν’ ανασάνω ..
Δυνατό αέρα είχα ανάγκη, έστω και με χώμα ..!!

Scroll to Top