Tobacco growing memories

Text: Stelios Fountas, teacher

the text is only available in Greek

Στέλιος Φούντας

Αγκάλιασα την κουβέρτα. Πρωινό απριλιάτικο κρύο. Σιδερένια πόρτα έτριζε φριχτά. Κουβέντες ακουγόταν από τον κήπο. Είχε χαράξει. Βγήκαν οι άλλοι για να βγάλουν τα φιντάνια, σκέφτηκα. Λίγο ακόμη να κοιμηθώ..

Μα που είμαι; Γύρισα τα ματιά. Ορθογώνιο διαμπερές δωμάτιο. Ένα δωμάτιο όλο το σπίτι. Ψηλό με ορατό το μονωτικό φελιζονιού στο ταβάνι, ότι είχε απομείνει ντανιασμένο στην αυλή το έτριβα κι έπαιζα χιονοπόλεμο, το τσιμπολογούσαν  κι οι κότες. Το εικονοστάσι χωρίς τον Άγιο Στυλιανό, θόρυβοι από τρακτέρ. Και κάποιες μακρινές καλημέρες έπιανε τ αυτί μου  μέσα μέσα. Ένα πετρογκαζ μ ένα μπρίκι πετσιασμένο γάλα.

Πρέπει να σηκωθώ, να βοηθήσω στο φυντάνι. Βαριά τα βήματα, βαρύς ο ύπνος στην στρωματσάδα στην  αγροικία λίγες δεκάδες μέτρα απ τη λίμνη. Μύριζε κατσικίλα το κιτρινωπό γάλα. Η ατμόσφαιρα εκστρατείας με αφιόνισε. Εδώ δε φοράμε καθημερινά ρούχα,  αλλά γαλότσες, λερό χοντρό  παντελόνι,  μπλούζα κολλητή στο σώμα για άνεση κινήσεων.

Βγήκα απ την σιδερένια κρύα αποθηκόπορτα. Δε βούιζαν ακόμη οι μέλισσες στην Κουτσουπιά, δε μύριζε βαριά  η παπαρούνα. Θέλουν  ήλιο αυτά και στέγνη. Μύριζε χαλκός, γαλάζιος χαλκός. Παρατημένη η ψεκαστήρα έχυνε γαλάζια υπολείμματα στην αυλή. Γαλάζιο  το φυντάνι, γαλάζια κάτι χλωρά κρεμμύδια. Γαλάζια τα δάχτυλα της μάνας.

-Τι κάθεσαι, πάρε το κασόνι και βγάλε ριζούλες, τις πιο μεγάλες, μη τις σπάσεις είναι τρυφερές, χώσε βαθιά το χέρι και τράβα απαλά απ το βλαστό..

-Αυτό το μπλε είναι δηλητήριο; Δε μ απάντησε, έσκυψε..

Κρύωναν  τα χέρια μου, ζάρωσε το δέρμα τους απ την υγρασία της γεμάτης βραγιάς. Γαλάζιο κρύο. Άρχισε να ζεσταίνει ο Απρίλης. 

Εννιά, ενάμιση.. τραχτεροπάρτυ! Είχαν φορτωθεί τα φυντάνια απ τους κήπους που ήταν δίπλα στο σπίτι και κατευθύνονταν  για τα χωράφια. Χορός ασύμμετρος απρόβλεπτος,  γέμισαν οι αγροτόδρομοι οχήματα. Τρεις-τέσσερις σε κάθε όχημα. Καπέλα, μουστάκια, τσεμπέρια, κασόνια. Γέμισαν και τα ροζ λουλούδια της Κουτσουπιάς μέλισσες.

-Αυτό το κατεβατό να βγάλουμε μέχρι το μεσημέρι και μετά να φύγεις να πας στο χωριό, έχεις σχολείο αύριο.

Σχολείο κι άνοιξη μαζί είναι ένα τραύμα που δεν ξεπέρασα ποτέ. Δε ταιριάζουν αυτά τα δυο. Ένα είναι το σχολείο και το ευαγγέλιο, η φύση! Η αγριοβρώμη που σα ζιζάνιο κρύβει φίδια, η παπαρούνα απ τ αλήτικο σοι των αφιονιών, η τσουκνίδα που σε προκαλεί να ρισκάρεις πόνο..

-Θα πάω το ξημέρωμα, θα μείνω εδώ κι απόψε..

-Και πότε θα διαβάσεις; Δεν απάντησα. Παράτησα το χωράφι και έκοψα πέρα.

Όχι δεν ήθελα ανθρώπους, απέφευγα τον κόσμο. Με χαιρετούσαν απ όλα τα χωράφια. Άλλος σήκωνε χέρι, άλλος καπέλο, άλλος το ίδιο το σουβλί φυτέματος. Έβλεπα… άκουγα.

-Γειαααα, φώναζα… παρατήστε με  σκεφτόμουν  από μέσα μου.

Γυρίνοι στις προλιμνιαίες λακκούβες. Μαύρα κοπάδια μ ενιαία κίνηση. Τα ‘πιανα, τα περιεργαζόμουν. Λεία, βλεννώδης. Μεταμόρφωσις! Κυπρινομάνες έτριβαν τις κοιλιές τους στα ρηχά να γεννήσουν τ αβγά τους, να εκβάλλουν ζωή. Αποκαμωμένες έπλεαν αργά. Κίτρινα σκληρά λέπια, λευκή κι αιμορροούσα κοιλιά, κόκκινα μάτια. 

Ενότητα αισθήσεων.

Μυρωδιά αγριοτρίφυλλου που έλιωναν οι βρώμικες  γαλότσες μου αντάμα με  ψαρίλα, κελάηδημα πουλιού και  ήχος απ τη βουτιά βατράχων στο νερό. Μια φρέζα σήκωνε σκόνη απ το όψιμο όργωμα. Σκόνη στα μάτια μου  ένα με τη γύρη. Βλέπω και δε βλέπω. Κλείνω τα μάτια. Όλα υπάρχουν και δεν υπάρχουν. Επιμένω κι άλλο, δε θα τ ανοίξω ποτέ. 

Κλείνω τ αυτιά. Ακολουθούν μόνες  τους κι άλλες αισθήσεις. Αρχικά τρομάζω. Μάλλον δεν υπάρχω. Απρίλης πέρα απ τις αισθήσεις.ζον

Scroll to Top