Από τις αρχές του 20ού αιώνα στη μεταπολεμική περίοδο: Διαστάσεις, χωρική επέκταση και συμβολή της καπνοπαραγωγής στην Αιτωλοακαρνανία

Εισήγηση στο 1ο επιστημονικό συνέδριο Καβάλας με θέμα: “Ο καπνός στην ιστορία . Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις”.

Βασίλης Πατρώνης
Καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Πατρών 

Σπύρος Χουλιάρας  
ιστορικός MSc, Αρχειονόμος, Υποψήφιος Διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης ιστορίας, πανεπιστήμιο ιωαννίνων

Περίληψη
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο ρόλος του καπνού στην οικονομική ανάπτυξη τns περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας υπήρξε καθοριστικός. Ειδικότερα, η καλλιέργεια και η επεξεργασία του καπνού, μαζί με άλλους παράγοντες, όπως είναι λ.χ. η ανάπτυξη του τοπικού σιδηροδρομικού δικτύου, θα μετατρέψει το Αγρίνιο από ένα κλειστό αγροτικό κέντρο τον 19ο αιώνα οε μια πολύβουη εμπορική-μεταποιητική πόλη τον 20ό αιώνα. Στο κείμενο υποστηρίζεται ότι ο κρίσιμος παράγοντας για τη μετατροπή του Αγρινίου σε χώρο εκτεταμένης μεταποίησης της καπνοκαλλιέργειας ήταν η έλευση ενός άφθονου, διαθέσιμου και φθηνού εργατικού δυναμικού (πρόσφυγες), που ώθησε τους καπνέμπορους στη δημιουργία μεγάλων καπναποθηκών κατά τον Μεσοπόλεμο για να στεγαστούν οι διαδικασίες εμπορικής επεξεργασίας, διαλογής και δεματοποίησης του καπνού. Υποστηρίζεται, ακόμα, ότι οι νέες οικονομικές λειτουργίες της περιοχής και η έντονη παρουσία του εργατικού κινήματος κατά τον Μεσοπόλεμο επέφεραν αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, με αποτέλεσμα να αναδυθούν νέες ταξικές αντιθέσεις και να παρατηρηθεί έκρηξη της κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ καπνεμπόρων-καπνεργατών. Από τη μελέτη της μεταπολεμικής περιόδου διαπιστώνεται ότι η ποσοστιαία συμμετοχή της Αιτωλοακαρνανίας στο σύνολο της εθνικής καπνοπαραγωγής ήταν σχετικά μικρή, ωστόσο, η συμβολή της στην τοπική οικονομία ήταν τεράστια.

Την 15ην φθίνοντος μηνός και περί ώραν 4ην μ.μ. αφίκετο εκ Μεσολογγίου ο σιδηροδρομικός συρμός εις τον ενταύθα σταθμόν αυτού· άμα δε ως ηκούσθη ο συριγμός της ατμομηχανής, αναρίθμητον πλήθος εκ της πόλεώς μας εξέδραμεν προς το μέρος […] όπως αντιληφθή ιδίοις όμμασιν το αξιοθέατον και μεγαλοπρεπές αντικείμενον, όπερ αληθώς παρίστα η εκτάκτως εμφανισθείσα αμαξοστοιχεία· το άπειρον τούτο πλήθος ιδόν ταύτην κατεγοητεύθη εκ του απροσδοκήτου τούτου θεάματος, και μυρίας εξέπεμψεν ευχάς υπέρ του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Χαρ. Τρικούπη.”
Με αυτήν την είδηση η εφημερίδα του Αγρινίου ο Πολίτης περιγράφει, στο φύλλο της 23ης Απριλίου 1890, την υποδοχή του σιδηροδρόμου στην πόλη του Αγρινίου, όπου «είχον αναρτηθή αψίδες εκ μυρσινών και ανθέων μετά σημαιών διαφόρων χρωμάτων, εν αις διεκρίνετο κυματίζουσα η του ημετέρου έθνους» .
Βρισκόμαστε στα 1890. Την ώρα που η Ευρώπη ολοκληρώνει τη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση και ετοιμάζεται να περάσει στην πολύβουη Belle Epoque, η μικρή και απομονωμένη πόλη της δυτικής Στερεάς επισημοποιεί την ένταξή της στη νέα βιομηχανική εποχή, υποδεχόμενη το κατεξοχήν εμβληματικό σύμβολό της, τον σιδηρόδρομο.
Πέρα από τους συμβολισμούς όμως, η πόλη χρειάζεται τον σιδηρόδρομο για να διοχετεύει γρήγορα και αποτελεσματικά, στα λιμάνια και στα μεγάλα αστικά κέντρα, το βασικό αγροτικό της προϊόν, με το οποίο έγινε γνωστή στη διεθνή αγορά, τα Καπνά Αγρίνιου. Είναι, άλλωστε, το προϊόν που άλλαξε τα δεδομένα φέρνοντας εισοδήματα και απασχόληση στην περιοχή, είναι το προϊόν που οδήγησε στην αστική ανέλιξη αυτού τού μέχρι πρότινος εσωστρεφούς και απομονωμένου αγροτικού κέντρου.
Πράγματι, ο 20ός αιώνας ήταν για το Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία ο αιώνας του καπνού. Μέσα από τις διαδικασίες εκτεταμένης καλλιέργειας, εμπορικής επεξεργασίας και βιομηχανοποίησης που γνώρισε το βασικό αγροτικό της προϊόν, η περιοχή έγινε γνωστή στη διεθνή αγορά και στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με το όνομά του, τα Καπνά Αγρινίου. Ο καπνός είχε, ήδη, εισαχθεί στην περιοχή από τον 17ο αιώνα, μετά το 1860 όμως η καλλιέργειά του άρχισε να παίρνει εντατική μορφή.


Καπνός και Αγρίνιο από τον 19ο αιώνα μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου: Οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις
Πράγματι, μετά το 1860, οι αναφορές δεν κάνουν λόγο για απλή παρουσία του καπνού στην περιοχή, αλλά για διαρκή επέκτασή του σε νέα εδάφη. Η καλλιέργεια καπνού στο σύνολο της χώρας, από 26.000 στρέμματα το 1860 φτάνει στα 52.000 στρέμματα στις παραμονές της προσάρτησης της Θεσσαλίας το 1881, και η παραγόμενη ποσότητα ουσιαστικά τριπλασιάζεται μέσα σε μια εικοσαετία, με την περιοχή της δυτικής Στερεάς να πρωταγωνιστεί σε αυτή την επέκταση. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Μανσόλα (1867 και 1878 ), Μπούκα (18 7 5 ) και Βερναρδάκη (1885 ), αλλά και του δημοσιογράφου Δ. Βικέλα (1885 ), που τονίζουν τη διαρκώς ογκούμενη παραγωγή του καπνού της περιοχής, μεγάλο τμήμα της οποίας εξάγεται στο εξωτερικό. Επίσης, ανάμεσα στα επαγγέλματα που καταγράφονται στην πόλη μετά το 1870, συγκαταλέγονται πλέον και έμποροι και μεσίτες ή παραγγελιοδόχοι καπνού. Στο πλαίσιο τής ολοένα και μεγαλύτερης σημασίας των εμπορευματικών φυτειών μετά τη διανομή του 1871, η ανάπτυξη του καπνού και της ελιάς (δυο συμπληρωματικών εμπορευματικών καλλιεργειών) είναι, κατά κάποιον τρόπο, η απάντηση της Αιτωλοακαρνανίας στην εκρηκτική επέκταση της σταφιδοκαλλιέργειας, την ίδια εποχή στη γειτονική Αχαΐα. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό ότι οι δυο αυτές καλλιέργειες αποτέλεσαν, ήδη από το 1848, ιδιαίτερη κατηγορία προϊόντων, «αυτών που απέδιδαν τον έγγειο φόρο σε μετρητά» . Αυτονόητη είναι η σημασία αυτής της ρύθμισης για τον εκχρηματισμό και την αναβάθμιση της τοπικής οικονομικής ζωής. Κερδίζοντας, συνεχώς, εδάφη σε βάρος των παραδοσιακών καλλιεργειών εξαιτίας της μεγαλύτερης στρεμματικής απόδοσης, η νέα εμπορευματική καλλιέργεια θα επεκταθεί και σε γειτονικές περιοχές (Ξηρόμερο, Μεσολόγγι, Μακρυνεία, Παραβόλα, Αστακό), θα γίνει, όμως, ευρύτερα γνωστή ως Καπνά Αγρίνιου, ονομασία περιοχής (ή ονομασία προέλευσης ή brand name, σύμφωνα με την ορολογία του σύγχρονου μάρκετινγκ) με την οποία θα ενταχθεί στην ελληνική και διεθνή αγορά. Με αυτήν την ονομασία θα συμμετάσχουν στην Παγκόσμια Έκθεση του 1878 στο Παρίσι προϊόντα καπνού από το Μεσολόγγι, την Τριχωνίδα, τη Μακρυνεία και το Θέρμο. Εκτός από τον κομμένο καπνό, υπήρχαν τσιγάρα και κούτες τσιγάρων από την περιοχή Αγρινίου, γεγονός που δηλώνει την ύπαρξη μιας πρώτης στοιχειώδους επεξεργασίας του καπνού.
Η πρώτη επέκταση της καπνοκαλλιέργειας στην Αιτωλοακαρνανία, λοιπόν, συντελείται στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εμφανίζει, μάλιστα, τέτοια δυναμική, ώστε συνεχίζεται αμείωτη ακόμη και μετά τη χρεωκοπία της χώρας το 1893 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1897. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, μεταξύ 1894 και 1911 και παρά τη γενικότερη οικονομική καχεξία στη χώρα, οι καλλιεργούμενες με καπνό εκτάσεις στην Αιτωλοακαρνανία υπερδιπλασιάζονται. Συγκριτικά με άλλες περιοχές (όπως η Αχαΐα ή η Ηλεία), η Αιτωλοακαρνανία φαίνεται να ανταπεξέρχεται με λιγότερο επώδυ- νο τρόπο στην αναπόφευκτη αρνητική επίδραση της συγκυρίας και στην επιδείνωση του οικονομικού κλίματος. Για παράδειγμα, η συμμετοχή της περιοχής στην υπερπόντια μετανάστευση, που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, φαίνεται να περιορίζεται σε κατοίκους κάποιων ορεινών και μειονεκτικών ζωνών, σε αντίθεση με τις μαζικές αναχωρήσεις για τον Νέο Κόσμο, μετά τη σταφιδική κρίση, των κατεστραμμένων μικροπαραγωγών της βόρειας και της δυτικής Πελοποννήσου .
Με αυτά τα δεδομένα, η περιοχή και το βασικό προϊόν της ο καπνός, θα είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν στο επόμενο αναπτυξιακό άλμα της ελληνικής οικονομίας που αρχίζει με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και φθάνει μέχρι τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, παρά την αναπόφευκτη «διόρθωση» που επέφερε η παγκόσμια οικονομική ύφεση μετά το 1929 . Έτσι, η καλλιεργούμενη με καπνό έκταση στην Αιτωλοακαρνανία αυξήθηκε από τα 14.396 στρέμματα το 1894 στα 32.713 στρέμματα το 1911, για να εκτοξευτεί στα 106.971 στρέμματα το 1929 . Συνεπώς, επταπλασιάστηκε μέσα σε 35 χρόνια, γεγονός που εξηγείται από το ότι ο καπνός απέδιδε στους γεωργούς τετραπλάσιο εισόδημα από ό,τι τα άλλα προϊόντα. Στις αρχές του αιώνα, μέρος της τοπικής παραγωγής κατευθυνόταν στην Αίγυπτο, τη Γερμανία και την Τουρκία, ενώ Καπνά Αγρίνιου αγόραζαν, μεταξύ άλλων, η Regie, το Ιταλικό Μονοπώλιο Καπνού και αμερικανικές καπνοβιομηχανίες. Επιπλέον, όπως έγραφε ο Ευ. Παπαστράτος, μια ή δυο φορές τον χρόνο επισκέπτονταν την περιοχή οι κυριότεροι καπνοβιομήχανοι της εποχής και έκαναν τις προμήθειές τους11, προτιμώντας τον καπνό που είχε γίνει αντικείμενο μιας στοιχειώδους χωρικής επεξεργασίας από τον χύμα καπνό. Η ανάγκη αυτή δημιούργησε τα πρώτα καπνομάγαζα-καπναποθήκες, όπου γινόταν μια πρώτη επεξεργασία και δεματοποίηση. Αν κλεινόταν μια ικανοποιητική συμφωνία, ο καπνός φορτωνόταν για τον αγοραστή. Διαφορετικά αποθηκευόταν, περιμένοντας καλύτερη τιμή στην επόμενη εμπορική περίοδο. Με αυτόν τον τρόπο, η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εξωτερικού εμπορίου δημιούργησαν σταδιακά το υπόβαθρο για την ανάπτυξη και της δευτερογενούς παραγωγής. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία επίσης, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την αστική ανέλιξη του Αγρινίου και τη μεταμόρφωσή του από ένα κλειστό αγροτικό κέντρο του 19ου αιώνα σε μια πολύβουη εμπορική-μεταποιητική πόλη του 20ού αιώνα.


Η περίοδος του Μεσοπολέμου: Εκρηκτική ανάπτυξη και κοινωνικές συγκρούσεις
Σε παλαιότερη εργασία μας περιγράψαμε αναλυτικά τα στοιχεία που συνθέτουν την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της πόλης από τις αρχές του αιώνα μέχρι τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου . Ας τονίσουμε εδώ ότι δεν πρόκειται απλώς για τη μετεξέλιξη της παλαιάς «κλειστής» πόλης. Ουσιαστικά πρόκειται για τη σταδιακή δημιουργία -στον μισό αιώνα που μεσολάβησε μεταξύ 1870 και 1920-, μιας νέας πόλης, της «πόλης του καπνού», με σύνθετες οικονομικές λειτουργίες και διαφοροποιημένη επαγγελματική και κοινωνική διαστρωμάτωση. Θα πρέπει να δούμε το γενικότερο ιστορικό και οικονομικό πλαίσιο, για να κατανοήσουμε το μέγεθος αλλά και τους βασικούς άξονες αυτής της μεταμόρφωσης.
Η νέα επέκταση της καπνοκαλλιέργειας, που συντελείται στην περίοδο 1900-1930, δεν είχε μόνο ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από την προηγούμενη, των ετών 1860-1900, αλλά διέφερε και οε ένα άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό. Τώρα πλέον, η αυξημένη παραγωγή καπνού συνοδεύεται από την εμπορική-βιομηχανική επεξεργασία του προϊόντος στις πολυάριθμες καπναποθήκες που ιδρύθηκαν στην πόλη του Αγρινίου και από τη δημιουργία της τάξης των καπνεργατών που εργάζονταν εκεί για λογαριασμό των εμπόρων-εξαγωγέων. Ας σημειωθεί ότι ο καπνός της Αιτωλοακαρνανίας έμπαινε στις αποθήκες, σε αρμάθες ή βαντάκια, δηλαδή ως αγροτικό προϊόν και έβγαινε από αυτές ως βιομηχανικό προϊόν, ενσωματώνοντας, δηλαδή, προστιθέμενη αξία ή, αλλιώς, εμπορική υπεραξία. Συνολικά η αγροτική παραγωγή συμπληρωνόταν τόσο από τη δευτερογενή μεταποίηση όσο και από τη δημιουργία ενός εμπορικού δικτύου διακίνησης, προώθησης και πώλησης του προϊόντος στην ελληνική και τη διεθνή αγορά. Συνεπώς, ο καπνός οδηγούσε στη δημιουργία οικονομικής ολοκλήρωσης, που επεκτεινόταν σε όλο το φάσμα της παραγωγής αλλά και στη σφαίρα της διανομής. Ενεργοποιούσε, επίσης, διαδικασίες τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης, άγνωστες μέχρι τότε και συνέβαλλε αποφασιστικά στον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό της ευρύτερης περιοχής του Αγρινίου.
Ήδη πριν την ένταξη των Νέων Χωρών, ο καπνός της Αιτωλοακαρνανίας αποτελούσε ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό της καπνοπαραγωγής στην Παλαιά Ελλάδα. Από 24% που κατείχε το 1894 στο σύνολο των καλλιεργούμενων με καπνό γαιών, έφτασε στο 45,3% το 1929. Αντίθετα, ο καπνός της Θεσσαλίας από το 36% του συνόλου το 1894 έπεσε στο 24% το 1929, της Φθιώτιδας από 14,3% στο 8% και της Αργολίδας-Κορινθίας από 14,4% στο 10,2% . Η σημασία, δηλαδή, της τοπικής καπνοπαραγωγής έβαινε συνεχώς αυξανόμενη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, με αποτέλεσμα, στις παραμονές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οι μισές περίπου εκτάσεις στα όρια της Παλαιάς Ελλάδας να βρίσκονται στη δυτική Στερεά. Οι νέες συνθήκες, που δημιουργήθηκαν με την προσάρτηση των καπνοπαραγωγικών περιοχών της Μακεδονίας και της Θράκης στον εθνικό κορμό και την κεντρική σημασία που απέκτησε ο καπνός για τις ελληνικές εξαγωγές και την ελληνική οικονομία, ενίσχυσαν ποικιλοτρόπως την τοπική καπνοπαραγωγή. Ξεφεύγοντας από τη σχετικά περιθωριακή σημασία του καπνού στο πλαίσιο της οικονομίας της Παλαιάς Ελλάδας, κατόρθωσε να ενταχθεί ως η κυριότερη καπνοπαραγωγική περιοχή του παλαιοελλαδικού χώρου στο ευρύ μέτωπο των ανατολικών καπνών ή των ελληνικών καπνών ανατολικού τύπου μαζί με τα θρακομακεδονικά, που θεωρούνταν από τα καλύτερα της παγκόσμιας παραγωγής. Πολύ περισσότερο, που οι τοπικές ποικιλίες καπνού (τσεμπέλι, μυρωδάτα) λειτουργούσαν περισσότερο συμπληρωματικά, παρά ανταγωνιστικά προς τις ποικιλίες καπνού της βόρειας Ελλάδας (μπασμάς, μπεσή-μπεγλή).
Θα πρέπει, επίσης, να υπογραμμίσουμε τις μεγάλες αλλαγές που έλαβαν χώρα στη βιομηχανική παραγωγή και στο διεθνές εμπόριο του καπνού στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη μείωση του κόστους παραγωγής -άρα και πώλησης του τελικού προϊόντος- και τη διάδοση του καπνίσματος από τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις στις μέσες και τις κατώτερες, με συνέπεια την κατακόρυφη αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης καπνού. Από την άλλη, ο Μεγάλος Πόλεμος είχε διαδώσει τη χρήση του τσιγάρου στους στρατιώτες που έμεναν για μήνες στα χαρακώματα και τους είχε μετατρέψει σε μανιώδεις χρήστες του. Οι νέοι καταναλωτές της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, αλλά και της Μέσης Ανατολής, στρέφονταν προς τα εύγευστα ανατολικά καπνά και τις φτηνότερες ποικιλίες τους, ενώ η διάδοση, κατά τη δεκαετία του 1920, του καπνίσματος στις νεαρές γυναίκες, που ζητούσαν ένα σύμβολο του νέου ρόλου τους στον μεταπολεμικό κόσμο, διεύρυνε ακόμη περισσότερο το καταναλωτικό κοινό των βιομηχανοποιημένων τσιγάρων. Οι ανώτερες ποιότητες των ανατολικών καπνών ικανοποιούσαν αυτού του είδους τη χρήση προσφέροντας άρωμα, γεύση, εξωτικό χρώμα και καυστικότητα στο νέο προϊόν . Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων, η ζήτηση ανατολικών καπνών αυξανόταν σταθερά χρόνο με τον χρόνο, από τις αρχές του αιώνα. Τα ανατολικά καπνά σπάνια χρησιμοποιούνταν αμιγώς στη διεθνή καπνοβιομηχανία. Συνήθως (ιδιαίτερα τα αρωματικά), έμπαιναν ανάμεικτα σε χαρμάνια που αποτελούσαν και το «μυστικό» της κάθε βιομηχανίας. Αυτό ευνόησε την ποικιλία μυρωδάτα Αγρίνιου, που απέκτησαν όχι μόνο μεγαλύτερη ζήτηση αλλά και πιο έντονη διασπορά σε μικρά και μεγάλα κέντρα της διεθνούς κατανάλωσης.
Ωστόσο πέρα από τα προηγούμενα, ο κρίσιμος παράγοντας για τη μετατροπή του Αγρινίου σε χώρο εκτεταμένης μεταποίησης της καπνοκαλλιέργειας ήταν το εργατικό δυναμικό. Υποστηρίζουμε, δηλαδή, ότι πιθανότατα δεν θα ήταν εφικτή η δημιουργία μονάδων επεξεργασίας (τουλάχιστον σε τέτοια έκταση) χωρίς ένα άφθονο, διαθέσιμο και φθηνό εργατικό δυναμικό, που, μπροστά στο φάσμα της πείνας, ήταν διατεθειμένο να εργαστεί ακόμη και με το μικρότερο μεροκάματο. «Η εκρίζωσις του Ελληνικού πληθυσμού και η εν συνεχεία ανταλλαγή αυτού, είναι διά την ιστορίαν της Ελλάδος λυπηρόν κεφάλαιον, όχι όμως και διά την ιστορίαν της Ελληνικής Βιομηχανίας», σημειώνει ο ιστορικός της Ελληνικής Βιομηχανίας Γ. Αναστασόπουλος , υπογραμμίζοντας τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε για την «απογείωση» της βιομηχανίας στον Μεσοπόλεμο ο προσφυγικός υπερπληθυσμός. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι οι καπναποθήκες του Αγρινίου αρχίζουν να χτίζονται μετά το 1923, δηλαδή μετά την άφιξη των προσφύγων στην πόλη. Πρόκειται για μεγάλες επενδύσεις στον αστικό ιστό της πόλης που δύσκολα θα γίνονταν, αν δεν υπήρχε η βεβαιότητα γρήγορης απόσβεσης. Στις συνθήκες του «καπνικού πυρετού» των αρχών της δεκαετίας του 1920, όμως, και με τις μαζικές παραγγελίες να πολλαπλασιάζονται από τη διεθνή αγορά, η δυνατότητα εκτεταμένης κερδοφορίας και ταχείας συσσώρευσης κεφαλαίου αποτελούσαν ένα σοβαρό κίνητρο για τους εμπόρους, που συνυπολόγιζαν και τη διαθεσιμότητα ενός εκτεταμένου και εξαθλιωμένου προσφυγικού πληθυσμού. Πολύ περισσότερο, βέβαια, που στους πρόσφυγες υπερτερούσε ο γυναικείος και ο παιδικός πληθυσμός, εξαιτίας της αναλογικά μεγαλύτερης απώλειας των ανδρών από τις πολεμικές αναστατώσεις της εποχής και την προσφυγική έξοδο. Οι γυναίκες έπαιρναν περίπου το 1/3 του ανδρικού ημερομισθίου και τα παιδιά σχεδόν το 1/5, η δε παιδική εργασία ήταν πολύ διαδεδομένη, όπως φαίνεται και από αναφορές του τοπικού τύπου, αλλά και από προφορικές μαρτυρίες από τις καπναποθήκες του Μεσοπολέμου . Συνεπώς και στο Αγρίνιο, η μάζα των προσφύγων -που ξεπερνούσε το 15% του συνολικού πληθυσμού της πόλης το 1928- αποτελούσε μια μεγάλη ευκαιρία και μια πρώτης τάξεως φθηνή εργατική δύναμη για τη μεγαλύτερη και ασφαλέστερη κερδοφορία των καπνεμπορικών επενδύσεων. Επειδή, ακριβώς, επρόκειτο για μια αδιαφοροποίητη και ευάλωτη προσφυγική μάζα, που προμήθευε «εργατική δύναμη χωρίς αγροτικούς δεσμούς και δυνατότητες επανάκαμψης στο χωριό» , οι νεοφερμένοι ήταν οι καταλληλότεροι και οι πλέον διαθέσιμοι για εργασία, όταν το καπνεμπόριο σε εποχές αυξημένης ζήτησης και υψηλών τιμών είχε ανάγκη γρήγορης επεξεργασίας για να προλάβει τις αγορές.
Το τελευταίο χαρακτηριστικό της νέας ταυτότητας του Αγρινίου, μετά το 1922, είναι η έντονη παρουσία του εργατικού κινήματος και η έκρηξη της κοινωνικής σύγκρουσης κα- πνεμπόρων-καπνεργατών που συγκλόνισε την πόλη στη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Οι νέες οικονομικές λειτουργίες της περιοχής επέφεραν αλλαγές στην κοινωνική διαστρωμάτωση και οδήγησαν σε αναπόφευκτες νέες ταξικές αντιθέσεις. Κατ’ αρχάς, η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους των προσφύγων στην καπνεργασία εμπλούτισε και ισχυροποίησε την εργατική τάξη του Αγρινίου, η οποία καθίσταται βασικός κοινωνικός εταίρος απέναντι στο αστικο-εργοδοτικό μπλοκ, έχοντας ως κύριο κορμό της το προσφυγικό στοιχείο. Σε ένα πρώτο στάδιο, στις αρχές του 20ού αιώνα, ένα μεγάλο τμήμα των καπνεργατών ήταν αγρότες που απασχολούνταν προσωρινά στα καπνομάγαζα ή είχαν και άλλες συμπληρωματικές ασχολίες. Με την επέκταση, όμως, της ζήτησης επεξεργασμένων καπνών, την οικοδόμηση των καπναποθηκών και την έλευση των προσφύγων, δημιουργήθηκε μια τάξη μόνιμων εργατών που απασχολούνταν στην επεξεργασία καπνού, περισσότερες από 200 ημέρες τον χρόνο. Αντίθετα από ό,τι αναμενόταν, η ανυπαρξία δεσμών με την αγροτική ενδοχώρα και εναλλακτικής ή συμπληρωματικής απασχόλησης με την καπναποθήκη, δεν λειτούργησε απέναντι’ τους εκφοβιστικά ή εκβιαστικά, ώστε να μετριάσουν τις διεκδικήσεις τους. Αντίθετα, τους δημιούργησε μια ισχυρή ταξική συνείδηση και την πεποίθηση ότι μόνο οι κινητοποιήσεις τους μπορούν να βελτιώσουν τη θέση τους και να αποτρέψουν τα σχέδια των καπνεμπόρων για μείωση του κόστους επεξεργασίας και της απασχόλησης στις καπναποθήκες. Το καπνεργατικό κίνημα επηρεάστηκε σημαντικά και από την έλευση έμπειρων και συνδικαλιστικά οργανωμένων καπνεργατών-ειδικευμένων τεχνιτών του καπνού από τη βόρεια Ελλάδα που ήρθαν στο Αγρίνιο, με πρόσκληση των καπνεμπόρων, για να μεταδώσουν την εμπειρία τους στο ανειδίκευτο προσωπικό των καπναποθηκών.

Ο καπνός στην Αιτωλοακαρνανία κατά τη μεταπολεμική περίοδο
Η αναφορά μας στη μεταπολεμική περίοδο θα είναι συνοπτική, μιας και στοχεύουμε να αποτυπώσουμε την κατάσταση της καπνοπαραγωγής στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Ειδικότερα, παραθέτοντας αριθμητικά και στατιστικά δεδομένα, θα αναφερθούμε επιγραμματικά στην ανάκαμψη της καπνοπαραγωγής της Αιτωλοακαρνανίας, αμέσως μετά την Απελευθέρωση, στη συμβολή της καπνοπαραγωγής της εν λόγω περιοχής στην εθνική καπνοπαραγωγή στα μέσα της δεκαετίας του 1950, καθώς και στη συμβολή της, την ίδια περίοδο, στην τοπική οικονομία.
Κατά την περίοδο της Απελευθέρωσης και μέχρι το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία ότι παρατηρείται αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και της παραγωγής· το 1950 η αγροτική παραγωγή, όπως και άλλοι τομείς της οικονομίας, είχαν φθάσει στα προπολεμικά τους επίπεδα . Αναφορικά με την καπνοκαλλιέργεια, από τις διαθέσιμες πηγές στατιστικών στοιχείων, γίνεται αντιληπτό ότι αυτή ανακάμπτει με σχετικά γρήγορους ρυθμούς . Φυσικά και η Αιτωλοακαρνανία δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα. Πολύ νωρίς, το 1947, θα ξεπεραστούν τα προπολεμικά μεγέθη αναφορικά με τα καλλιεργούμενα εδάφη και τον αριθμό των καπνοπαραγωγών: τα 99.323 καλλιεργούμενα στρέμματα με καπνό το 1939 θα ανέλθουν στα 101.930 στρέμματα το 1947, ενώ ο αριθμός των καπνοπαραγωγών από 13.957 το 1939 θα ανέλθει στους 14.424 το 1947.
Ωστόσο, η καπνοπαραγωγή στον νομό θα ξεπεράσει τα προπολεμικά επίπεδα μονάχα το 1950 (5.284.626 οκάδε5 έναντι 4.817.531 το 1939) .
Η συμβολή της καπνοπαραγωγής της Αιτωλοακαρνανίας στην εθνική καπνοπαραγωγή, ωστόσο, είναι μικρή όταν συγκριθεί με την καπνοπαραγωγή των γεωγραφικών διαμερισμάτων της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας και της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Αναλυτικότερα, το 1954, περίοδο που ο καπνός αποτελούσε, αν και όχι για πολύ ακόμη, βασικό εξαγωγικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας , η ποσοστιαία συμμετοχή της Αιτωλοακαρνανίας στο σύνολο της εθνικής καπνοπαραγωγής, μολονότι μάλιστα βρισκόταν στην τρίτη θέση των καπνοπαραγωγικών περιοχών, πίσω από τα δύο προαναφερθέντα γεωγραφικά διαμερίσματα, ήταν σχετικά μικρή, μιας και αυτή ανερχόταν περίπου στο 10% .
Παρακάτω, θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το φαινόμενο χωρικά και, με τη βοήθεια των στατιστικών στοιχείων, θα παρουσιάσουμε τη σημαντική συμβολή της καπνοκαλλιέργειας στην τοπική οικονομία και κοινωνία. Η σύγκριση του γενικού πληθυσμού του νομού με τον αριθμό των καπνοπαραγωγών και, συνεπώς, των καπνοπαραγωγικών οικογενειών -μιας και οι άδειες καπνοκαλλιέργειας ήταν οικογενειακές και η καπνοκαλλιέργεια μια οικογενειακή επιχείρηση- είναι αποκαλυπτική της ιδιαίτερης σημασίας του καπνού στον τοπικό πληθυσμό και την τοπική οικονομία, παρόλο που γνωρίζουμε ότι τα αγροτικά εισοδήματα ήταν ιδιαίτερα χαμηλά και την περίοδο αυτή δεν ξεπερνούσαν το 50% του εθνικού μέσου όρου . Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί αλλού ότι η οικογενειακή εκμετάλλευση για να επιβιώσει αναγκάζεται να συμπιέσει σε μεγάλο βαθμό το κόστος της και δεν προτιμά την επένδυση κεφαλαίων στη γεωργία . Στην απογραφή του 1951, ο νομός Αιτωλοακαρνανίας συνολικά αριθμούσε 220.138 ψυχές , ενώ οι καπνοκαλλιεργητές ανέρχονταν το 1955 στους 18.347 , χωρίς φυσικά να υπολογίζεται ο υπόλοιπος πληθυσμός που εργαζόταν στην καπνοκαλλιέργεια.
Στην Αιτωλοακαρνανία, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, το 1955 η καπνοκαλλιέργεια ανερχόταν στα 166.256 στρέμματα (ίσως η πραγματική έκταση να ήταν μικρότερη , ενώ αντιθέτως οι στρεμματικές αποδόσεις μεγαλύτερες ), ενώ η παραγωγή υπολογιζόταν στις 7.005.816 οκάδες . Την περίοδο αυτή στον νομό υπήρχαν πέντε εφορίες καπνού, που είχαν στη δικαιοδοσία τους τις αντίστοιχες καπνικές περιφέρειες: Η σημαντικότερη σε ποσοτικό επίπεδο ήταν αναμφίβολα η περιφέρεια Τριχωνίδος (που τα γεωγραφικά της όρια ήταν ευρύτερα από αυτά της επαρχίας Τριχωνίδος). Σε αυτήν την περιφέρεια υπήρχαν 49 καπνοπαραγωγικά χωριά και 7.639 καπνοπαραγωγοί, με συνολικά 62.428 στρέμματα καλλιεργούμενων εκτάσεων και παραγωγή 3.284.120 οκάδες . Ακολουθούσε η περιφέρεια Μεσολογγίου (και αυτή δεν ταυτίζεται με την επαρχία Μεσολογγίου) με 36 καπνοπαραγωγικά χωριά, 51.427 στρέμματα καλλιεργούμενες εκτάσεις, καθώς και 5.644 καπνοπαραγωγούς. Μικρότερα μεγέθη εμφάνιζαν οι άλλες τρεις περιφέρειες, δηλαδή η περιφέρεια Αστακού, Βάλτου και Κατούνας .
Αναφορικά με τις ποικιλίες ανατολίτικων καπνών στην περιοχή, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1950, θα σημειώναμε τα ακόλουθα: Ποσοτικά η σημαντικότερη ποικιλία ήταν, αναμφίβολα, τα τσεμπέλια, μιας και αυτή η ποικιλία καλλιεργούνταν σε 80.710 στρέμματα, ενώ ακολουθούσαν η ποικιλία μυρωδάτα Αγρινίου που καλλιεργούνταν σε 66.653 στρέμματα και η ποικιλία σπόρος Καβάλας (μπασμάς ) που καλλιεργούνταν σε 18.893 στρέμματα . Η ίδια εικόνα εμφανίζεται και σε επίπεδο οικιστικής μονάδας. Για αυτόν τον λόγο θα εστιάσουμε την προσοχή μας στον συνολικό πληθυσμό δύο ιδιαίτερα «παραγωγικών» χωριών της Αιτωλοακαρνανίας, και θα τον συγκρίνουμε με τον πληθυσμό του ίδιου χωριού που ασχολούνταν με την καπνοκαλλιέργεια για να αναδείξουμε αυτήν τη σχέση. Στο χωριό Ματαράγκα, που ανήκε στην εφορία και στην επαρχία Μεσολογγίου, το 1955 εμφανίζονται 495 καπνοπαραγωγοί που καλλιεργούν 4.260 στρέμματα · το 1951
ο συνολικός πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 2.090 ψυχές (2.407 ψυχές με τους συνοικισμούς Παλαιοπλάτανος και Χασάναγας) . Στο χωριό Παραβόλα, στην εφορία και στην επαρχία Τριχωνίδος, το 1955 εμφανίζονται 335 καπνοκαλλιεργητές που καλλιεργούν 3.997 στρέμματα · το 1951 ο πληθυσμός του χωριού ανερχόταν σε 1.146 ψυχές (1.592 ψυχές με τα χωριά Κάτω Τραγάνα, Πλατανιάς και Τραγάνα) .
Στα πιο πάνω παραδείγματα φαίνεται ξεκάθαρα ότι ποσοστιαία περίπου 1 στους 5 κατοίκους ασχολούνταν με τη μονοκαλλιέργεια του καπνού, που σημαίνει ότι το σύνολο σχεδόν των οικογενειών των εν λόγω χωριών ασχολούνταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την καπνοπαραγωγή, ενώ είναι αξιοσημείωτο πώς η εντατική καλλιέργεια ενός βιομηχανικού φυτού επηρεάζει την κατανομή και τη μορφή απασχόλησης της υπαίθρου και, συνακόλουθα, τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις στο εσωτερικό της υπαίθρου.

Scroll to Top