Ώρες καλές...

Γιώργος Παληγεώργος, 

Οικονομολόγος, λογοτέχνης

Γιώργος Παληγεώργος
Φύτεμα καπνού
Φύτευση καπνού. Φωτογραφία του Γιάννη Γιαννακόπουλου

Κάθονταν στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς και πελέκαε να φκιάσει τα ξύλινα σουφλιά. Ήταν η μέρα που ξεκίναε το φύτεμα του καπνού. Στο νου του η
σκέψη πως, αφού είμαστε στην αρχή, έχουμε άλλην μιαν ευκαιρία να δουλέψουμε σωστά.

Ο τόπος ανάδινε τ’ αρώματά του μέσα στην όρεξη της φύσης και μεσ’ του κάμπου το γιορτάσι ο κόσμος χαρά κι ανάγκη το χε ένα. Άρχισε κι αυτός να σφυρίζει ένα σκοπό γλυκύ κι άνοιξη γεύονταν την ηχώ του «το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια…».

Μέρασε τα σουφλιά στη γυναίκα του, στην κόρη του, κράτησε κι ένα για τον εαυτό του.

-Ώρες καλές είπε κι αφού σταυροκοπήθηκε έσκυψε στ’ αυλάκι.
-Ώρες καλές, ώρες καλές απάντησαν κι εκείνες

Κι είπα, ανάμερα στη χάζη αφημένος, κρίμα να λείπει ο ποιητής να σύρει με την πένα του όσα κεντάνε οι αίστησες.

Η μέρα πήρε το χαβά της και τα κατεβατά απλώνονταν απάνω στης σβάρνας τ’ αχνάρι στο φρέσκο χώμα, το κολατσό, το γιόμα, τ’ απόγιομα, το δειλινό. Η απαντοχή για καλή σοδειά ήταν συνάμα και ξαποσταμός. Κι η μέρα πήρε τη θέση της σ’ ένα μερολόγιο παλιό. Η εικόνα της σημάδι των καιρών και των ανθρώπων.

– Μην τα θυμάσαι παιδί μου εκειά τα χρόνια, μην τα μελετάς. Τυράγνια δίχως διάφορο ήτανε τα δικά μας τα χρόνια. Τώρα έχετε όλα τα ελέη, τώρα είν’ η ζωή, μα εγώ έφτασα στην άκρη, πέταξαν για μένα τα πουλιά, είπε ο γέροντας και με χτύπησε σιγαλά στον ώμο. 

Ήτανε πλάι μου, μα η φωνή του έρχονταν από μακριά , πέρα απ’ τα χρόνια του και πέρα απ’ τον καιρό του.

– Αχ, όπως και να το κάμουμε κι εγώ αναθυμάμαι, ξακολούθησε. Κι εγώ κι όλοι οι γερόντοι δηλαδή. Τότε στις αργατιές πιάνονταν κι οι αγάπες. Φώναζαν οι γονέοι μας, τις κοπέλες εδώ γύρω θα τις έχετε σαν αδερφές σας, μας έλεγαν. Και τι μ’ αυτό; Οι καρδιές δε λογάριαζαν φωνές και διάτες κι έκαναν τις δικές τους δουλειές. Και φχόμασταν ώρες καλές, όχι πούχαμε και τόσο γνοιάση για την προκοπή του καπνού, παρά να πιάσουμε κουβέντα με την κοπέλα της αργατιάς που γειτονεύαμε. Κι αδύναμα πήρε ένα τραγούδι ο γέροντας «Πρωτομαγιά μου τά ριξες τα μάγια και με μάγεψες…»

– Κι όμως, αν έρχονταν τα χρόνια πίσω, εκείνη τη ζωή δε θα την άλλαζα, είπε. Δε θα την άλλαζα, ότι είχε την πυτιά της δικής μου γενιάς, συμπλήρωσε κι έριξε το βλέμμα του μακριά κι ανάδεψε πάλε τη μνήμη… Και ματάφερε το βλέμμα του στο τώρα, με μια τρυφεράδα γιομάτη απ’ τον καιρό κι άνθισαν στο πρόσωπό του ογδόντα τόσες άνοιξες…

Scroll to Top