Η κρίση στις εξαγωγές καπνού και η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Καπνού το 1957

Δημήτριος Στεργιόπουλος
Υποψήφιος διδάκτωρ, Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Σαν Ντιέγκο, ΗΠΑ
2015 Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στις Μεσανατολικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο του Λάιντεν, Ολλανδία
Διπλωματική Εργασία: Intellectual Debates in the Early Turkish Republic: The Stance of
Kemalist Elite towards Liberalism as a Competing Political Program
2012–2013 Πρόγραμμα Erasmus
Τμήμα Τουρκικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, Σχολή Ανθρωπιστικών και Θετικών Επιστημών,
Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, Κωνσταντινούπολη, Τουρκία
2013 Πτυχίο στις Τουρκικές και Σύγχρονες Ασιατικές Σπουδές
Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών, Φιλοσοφική Σχολή,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)

Εισαγωγικά στοιχεία:

Ο σκοπός αυτής της ερευνητικής πρότασης είναι η ιστορική ανάλυση του Ελληνικού καπνικού τομέα την περίοδο μεταξύ του τέλους του εμφύλιου πολέμου (1949) και την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981. Πιο συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τους μελετητές να μελετήσουν τα εξής τρία ερωτήματα:
α) τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των διάφορων εμπλεκόμενων στον καπνικό τομέα (διεθνείς οργανισμοί, κρατικοί θεσμοί, συνδικαλιστικές οργανώσεις, αγροτικές οργανώσεις, εταιρίες)
β) την γεωγραφική κατανομή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή του καπνού και την εμπορευματοποίησή του στην Ελληνική επικράτεια και
γ) τις αλλαγές στην τεχνολογία του καπνικού τομέα και τις διαδικασίες προστιθέμενης αξίας.
Η έρευνα αυτή θα συνεισφέρει στην κατανόηση της Ελληνικής οικονομικής μετάβασης κατά τη μεταπολεμική περίοδο από την οπτική της παραγωγής και των κοινωνικών ομάδων και θεσμών που συμμετείχαν σε αυτή.

Στο τέλος της δεκαετίας του 40, η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαία. Κεντρικής σημασίας σε αυτή την προσπάθεια ήταν οι εξαγωγές καπνού καθώς αποτελούσαν μια από τις λίγες πηγές συναλλάγματος. Παρόλα, αυτά η διεθνής αγορά τσιγάρων είχε αλλάξει σημαντικά: η Δυτική Γερμανία προτιμούσε τα τσιγάρα αμερικανικού τύπου, το εμπόριο με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχε σταματήσει τελείως, η Τουρκία κάλυπτε τις περισσότερες ανάγκες της αμερικανικής αγοράς για ανατολικά καπνά, ενώ το υψηλότερο κόστος παραγωγής των ελληνικών καπνών δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τις εξαγωγές.

Μεταπολεμικά κυριαρχούσαν τέσσερις τύποι τσιγάρων. Ο πρώτος περιλάμβανε αποκλειστικά καπνά ανατολικού τύπου, ο αγγλικός χρησιμοποιούσε μόνο καπνό Βιρτζίνια, ο γαλλικός χρησιμοποιούσε ένα χαρμάνι από σκούρα και ανατολικά καπνά και ήταν διαδεδομένος σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία, Ισπανία), ενώ ο αμερικανικός προτιμούσε καπνά Βιρτζίνια, Μπέρλευ και ανατολικά. Στην Γερμανία, τα τσιγάρα ακολουθούσαν τον αμερικανικό τύπο αλλά χρησιμοποιούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό ανατολικά καπνά με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να αποκαλούνται ευρωπαϊκά. Η δημοτικότητα του αμερικανικού τύπου οδήγησε στην επέκταση της καλλιέργειας των καπνών Βιρτζίνια και Μπέρλει ενώ επηρέασε και το ποιες ποικιλίες καπνού καλλιεργούνταν στην Ελλάδα. Ενώ στον μεσοπόλεμο ο καπνός τύπου Μπασμά ήταν περιζήτητος από τις καπνοβιομηχανίες του εξωτερικού, μεταπολεμικά η καλλιέργεια ποικιλιών όπως Μπασί Μπαγλί, Καμπάκ Κουλάκ, Μυρωδάτα Σμύρνης, και Σαμψούντας επεκτάθηκε κατά πολύ. Η πιο ουδέτερη γεύση και άρωμα επέτρεπε στις ποικιλίες αυτές να αναμιγνύονται καλύτερα στα χαρμάνια των τσιγάρων, η δε χαμηλότερη τιμή τις έκανε πιο ανταγωνιστικές. Αντίθετα, η καλλιέργεια του Μπασμά υποχωρούσε συνεχώς ακόμα και στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Την ίδια εποχή, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε και το ζήτημα ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων δεν αυξάνονταν όσο των βιομηχανικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να χρειάζεται να εξάγει όλο και μεγαλύτερη ποσότητα καπνού για να να αγοράζει την ίδια ποσότητα μηχανημάτων και βιομηχανικών ειδών. Η αδυναμία της να αυξήσει τις εξαγωγές οδηγούσε σε όλο και μεγαλύτερα εμπορικά ελλείματα ενώ το ισοζύγιο πληρωμών καλυπτόταν από την εισροή ναυτιλιακού συναλλάγματος και μεταναστευτικών εμβασμάτων. Η πτώση των τιμών επιδείνωνε και το βιοτικό επίπεδο των καπνοπαραγωγών. Οι τιμές που έδιναν οι έμποροι αδυνατούσαν να καλύψουν τα έξοδα καλλιέργειας και να ανταμείψουν πλήρως την εργασία που είχαν προσφέρει οι καπνοπαραγωγοί. Τα μεροκάματα που πλήρωναν στους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους ήταν τα μισά από αυτά των εργατών και των υπαλλήλων ενώ το χαμηλότερο κόστος ζωής στην επαρχία εξαιτίας της ιδιοκατανάλωσης δεν επαρκούσε να καλύψει την διαφορά. Παράλληλα, ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του 1940 είχε υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα τους έχοντας χάσει την μισή τους αγοραστική δύναμη. Από την τιμή που εξάγονταν ο καπνός, μόνο το 60% κατέληγε στον παραγωγό, 35% ήταν τα έξοδα επεξεργασίας και τα μεταφορικά, και 5% το κέρδος του καπνεμπορίου.[1] Οι χαμηλές τιμές οδήγησαν κάποιους, ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, να ζητάνε τον περιορισμό της καλλιέργειας του. Παρόλα αυτά, αυτή η λύση βραχυπρόθεσμα δεν θα βοηθούσε τους καπνοπαραγωγούς για τους οποίους η αύξηση της παραγωγής ήταν ο μόνος τρόπος να αυξήσουν το εισόδημα τους.

Ο υπερπληθωρισμός και η υπερεκτιμημένη δραχμή επίσης υπονόμευε τις εξαγωγές. Μέχρι την υποτίμηση του 1953, το κράτος επιδοτούσε τις εξαγωγές αλλά και τα εισοδήματα των καπνοπαραγωγών για να μπορέσει να ανακτηθεί η θέση της Ελλάδας  ως προμηθευτή ανατολικών καπνών. Οι επιδοτήσεις στους παραγωγούς σε μια περίοδο όπου προσπαθήσουν να αυξήσουν τα εισοδήματα τους με κάθε τρόπο, οδήγησε στην καλλιέργεια του καπνού σε ακατάλληλα εδάφη, στην πλημμελή φροντίδα του και στην πτώση της ποιότητας του. Η υποτίμηση της δραχμής το 1953 και η σταθεροποίηση του πληθωρισμού αύξησε τις εξαγωγές με αποτέλεσμα το κράτος να μην χρειαστεί να παρέμβει στην αγορά καπνού το 1953-1955. Τα προβλήματα επανεμφανίστηκαν όμως το 1956. Η σοδειά του 1955 ήταν χαμηλής ποιότητας και εξαιρετικά μεγάλη. Οι τιμές που έδιναν οι έμποροι ήταν σημαντικά χαμηλότερες ενώ αδυνατούσαν να αγοράσουν όλη την παραγωγή. Οι συνθήκες αυτές ανάγκασαν το δημόσιο να παρέμβει στην αγορά και να αγοράσει, μέσω εντολοδόχων και σε ελαφρώς χαμηλότερες τιμές, ένα μέρος της αδιάθετης παραγωγής. Στο επόμενο διάστημα το δημόσιο θα αναγκαστεί να αγοράζει σχεδόν κάθε χρόνο μέρος της παραγωγής καθώς το καπνεμπόριο, οι καπνοβιομηχανίες και η ΣΕΚΕ αδυνατούσαν να την απορροφήσουν. Έτσι, το 1957, παρόλο που η παραγωγή ήταν μικρότερη και καλύτερης ποιότητας, το κράτος χρειάστηκε να αγοράσει κάποια ποσότητα καπνών εσωτερικής κατανάλωσης από το Αγρίνιο. 

Τα οικονομικά προγράμματα του 1960 και 1965 αναδεικνύουν το μεταβατικό στάδιο που βρισκόταν η οικονομία. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ήταν απαραίτητες ώστε να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις στην βιομηχανία, τις μεταφορές και τον τουρισμό.[2] Επιπλέον, ακόμα και μια μικρή επέκταση του πρωτογενή τομέα θα αύξανε την απασχόληση στην επαρχία όπου και κατοικούσε το μεγαλύτερο μέρος του υποαπασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Για το πρόβλημα στις εξαγωγές καπνού, προτάθηκαν τρεις λύσεις: η πρώτη αφορούσε την προώθηση καλλιεργειών οι οποίες είχαν καλύτερες προοπτικές εξαγωγής, η δεύτερη εστίαζε στο να μεγιστοποιηθεί ο όγκος και η αξία των εξαγωγών καπνού, και η τρίτη προωθούσε την υιοθέτηση πολιτικών που στήριζαν το εισόδημα των καπνοπαραγωγών.

Από τον 19ο αιώνα η σταφίδα, το ελαιόλαδο και ο καπνός αποτελούσαν τις πιο προσοδοφόρες επιλογές για τους αγρότες καθώς ήταν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα. Η καλλιέργεια του καπνού απαιτούσε πολλά εργατικά χέρια, ευδοκιμούσε σε σχετικά άγονα, αμμώδη και λοφώδη εδάφη χωρίς πρόσβαση σε νερό που δεν είχαν ανάγκη αγρανάπαυσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά επέτρεψαν πολλές οικογένειες στην Βόρεια Ελλάδα να επιβιώνουν με την καλλιέργεια κλήρων μεγέθους 10-20 στρεμμάτων. Την δεκαετία του 1950, το ελληνικό κράτος μπόρεσε να κάνει κάποιες επενδύσεις που είχαν ως σκοπό την βελτίωση των μεταφορών, την αποξήρανση των ελών και την επέκταση του αρδευτικού δικτύου. Σταδιακά όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις ήταν αρδευόμενες με αποτέλεσμα η κτηνοτροφία και οι καλλιέργειες βαμβακιού, οπωροκηπευτικών και ζωοτροφών να επεκταθούν σημαντικά. Μεταξύ των επενδύσεων από το δημόσιο την δεκαετία του 1950 και 1960 ήταν και η κατασκευή εργοστασίων παραγωγής ζάχαρης που θα επέτρεπαν στην χώρα να σταματήσει τις εισαγωγές. Επιπλέον, η κατασκευή της λαχαναγοράς στην Αθήνα, η εξάπλωση των οικιακών ψυγείων και η αγορά βαγονιών και  φορτηγών ψυγείων έδωσε σημαντική ώθηση στην κατανάλωση και στην εξαγωγή φρούτων και λαχανικών. Η επέκταση της κτηνοτροφίας ώστε η χώρα να καλύπτει αυξημένο μέρος των αναγκών της σε κρέας και γαλακτοκομικά ήταν επίσης στόχος των οικονομικών προγραμμάτων.

Ο περιορισμός της καλλιέργειας του καπνού ήταν ένα επιπλέον μέτρο που υιοθετήθηκε. Με σειρά νόμων που εκδόθηκαν από το 1956, η καλλιέργεια περιοριζόταν σε όσους ήταν ήδη παραγωγοί ενώ και αυτοί μπορούσαν να καλλιεργούν μόνο ένα μέρος της γης τους. Παρόλα αυτά, το κράτος δεν ήταν σε θέση να ελέγξει πόση έκταση πραγματικά καλλιεργούσε ο κάθε παραγωγός με αποτέλεσμα η παραγωγή να αυξάνεται διαρκώς αν και φαινόταν τα καλλιεργούμενα στρέμματα να είναι τα ίδια. Αυτό οδήγησε το 1965 να αλλάξει το σύστημα και να οριστεί μια συγκεκριμένη ποσότητα που είχε δικαίωμα να πουλήσει ο κάθε παραγωγός. Παρόλο που το συγκεκριμένο σύστημα θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, αποσύρθηκε μετά από έναν χρόνο. Η μετανάστευση ήταν μια επιλογή για όσους δεν μπορούσαν πια να καλλιεργούν καπνό. Παρόλο που πόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη γιγαντώθηκαν αυτό το διάστημα, ο δευτερογενής τομέας, οι κατασκευές και οι μεταφορές αδυνατούσαν να απασχολήσουν όλο το πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Πολλοί προτίμησαν την μετανάστευση στο εξωτερικό αλλά και αυτή η επιλογή απαιτούσε κάποιες αποταμιεύσεις ή την εξασφάλιση μιας δουλειάς από πριν ή την ύπαρξη συγγενών στον τόπο προορισμού. Πολλοί από τους καπνοπαραγωγούς δεν είχαν την δυνατότητα να μεταναστεύσουν καθώς τα εισοδήματα κάλυπταν με δυσκολία τις ανάγκες τους.

Η δεύτερη δέσμη πολιτικών είχε ως στόχο την αύξηση των εξαγωγών. Η πιο σημαντική αγορά για τα ελληνικά καπνά παρέμενε η αμερικάνικη καθώς οι καπνοβιομηχανίες των ΗΠΑ αγοράζαν τα πιο ποιοτικά καπνά της χώρας (πρώτου και δευτέρου βαθμού) ενώ καθόριζαν και τις τιμές και για τα καπνά τρίτου και τετάρτου βαθμού που τροφοδοτούσαν την ευρωπαϊκή και εσωτερική αγορά. Μετά τις ΗΠΑ, οι πιο σημαντικές αγορές την δεκαετία του 50 ήταν η Δυτική Γερμανία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Ελβετία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Παρόλα αυτά σε αυτές τις χώρες, τα τσιγάρα αμερικανικού τύπου ήταν πολύ δημοφιλή με αποτέλεσμα να εισάγουν μεγάλες ποσότητες καπνών Βιρτζίνια και Μπέρλευ. Μια σειρά από εμπορικές συμφωνίες από την δεκαετία του 1950 βελτίωσαν κάπως τις ελληνικές εξαγωγές. Το εμπόριο με την Δυτική Γερμανία ξεκίνησε το 1949, ενώ οι συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας που υπογράφτηκαν την δεκαετία του 50 προωθούσαν την εξαγωγή σημαντικών ποσοτήτων καπνού. Η πίεση της Γερμανικής κυβέρνησης στης καπνοβιομηχανίες της να χρησιμοποιούν μεγαλύτερες ποσότητες ανατολικών καπνών οδήγησε στην εμφάνιση του τσιγάρου ευρωπαϊκού τύπου το οποίο είχε τα ίδια καπνά με το αμερικάνικο χαρμάνι αλλά μεγαλύτερη ποσότητα ανατολικού καπνού. Αν και η Ελλάδα ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής ανατολικών καπνών στην Γερμανία, σημαντικές ποσότητες εξήγαγε και η Τουρκία. Παράλληλα, εμπορικές συμφωνίες με κράτη του ανατολικού μπλοκ αύξησαν τις εξαγωγές καπνού αλλά προϋπόθεταν την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που δεν ήταν πάντα εύκολο να πουληθούν στην ελληνική αγορά. Η Ελλάδα, σε συνεργασία με την Τουρκία, πίεσαν την Μεγάλη Βρετανία να χρησιμοποιεί καπνό ανατολικού τύπου στα τσιγάρα της. Αυτό συνέβη για ένα σύντομο διάστημα στα 1950 αλλά το κοινό προτιμούσε τσιγάρα που είχε μόνο καπνό Βιρτζίνια τον οποίο εισήγαγε από τις (πρώην) αποικίες της όπως η Ζάμπια, το Μαλάουι και η Ζιμπάμπουε. Η δημοτικότητα των αμερικάνικων τσιγάρων επέτρεψε τον ελληνικό καπνό να πουλιέται και σε καινούργιες αγορές όπως η Ιαπωνία. Τέλος, η συμφωνία διασύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1961 δημιούργησε προσδοκίες ότι ο ελληνικός καπνός θα είχε προνομιακή πρόσβαση στην κοινή αγορά. Ωστόσο, οι ΗΠΑ και η Τουρκία μπορούσαν επίσης να εξάγουν τον καπνό τους χωρίς να πληρώνουν δασμούς ενώ σημαντικό μέρος της κατανάλωσης καλυπτότανε από την παραγωγή της Ιταλίας και της Γαλλίας. Τέλος, ο σκούρος καπνός από την Νότια και Κεντρική Αμερική, αν και πιο χαμηλής ποιότητας, ήταν σημαντικά πιο φθηνός από τα ελληνικά καπνά παρόλο τους δασμούς που τον επιβάρυνε. Την δεκαετία του 1960 ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού (ΕΟΚ) προώθησε την καλλιέργεια καπνών Βιρτζίνια και Μπέρλευ στην Ελλάδα αν και απαιτούσαν σημαντικές επενδύσεις σε εξοπλισμό ενώ παρέμεναν αρκετά πιο ακριβά από ανταγωνίστριες χώρες στην Αφρική και την Κεντρική και Νότια Αμερική.

Η στήριξη των καπνοπαραγωγών εξυπηρετούσε και ευρύτερους σκοπούς. Στο μετεμφυλιοπολεμικό και ψυχροπολεμικό κλίμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα του 1950, το ελληνικό κράτος θεωρούσε σημαντικό ο πληθυσμός κοντά στα βόρεια τα σύνορα να μην μεταναστεύσει μαζικά. Παράλληλα, την εποχή της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στις καπνοπαραγωγικές περιοχές. Τέλος, οι περισσότεροι καπνοπαραγωγοί της Ξάνθης ήταν μουσουλμάνοι. Η εμφάνιση του συνεταιριστικού αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο εκφραζόταν από την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ), έδωσε σημαντική ώθηση στην υιοθέτηση αυτών των πολιτικών. Από την δεκαετία του 1940 απαιτούσε την δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου για την εξαγωγή και εμπορία καπνού κάτω από τον έλεγχο των συνεταιρισμών και με την Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος (ΣΕΚΕ) στο πυρήνα του. Αν και ο Β. Ιλαντζής, ένας από τους ηγέτες του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος, είχε στενές σχέσεις με τον πολιτικό χώρο του κέντρου, το Λαϊκό Κόμμα και η ΕΡΕ στήριζαν το συνεταιριστικό κίνημα ως απάντηση στην απήχηση των ιδεών της αριστεράς.

Όλα αυτά τα ζητήματα έκαναν απαραίτητη την μόνιμη στήριξη των καπνοπαραγωγών. Η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Καπνού (ΕΟΚ) το 1957 και η σταδιακή εμφάνιση ενός πλέγματος πολιτικών εξυπηρετούσαν αυτό τον σκοπό. Ο ΕΟΚ ενσωμάτωνε τον Αυτόνομο Οργανισμό Εθνικού Καπνού (ΑΟΕΚ) ενώ είχε ως κύριους σκοπούς την παρέμβαση του στην αγορά καπνού, την απορρόφηση των αδιάθετων ποσοτήτων, τον καθορισμό της καλλιεργήσιμης γης, τον ορισμό τιμών ασφαλείας και τον καθορισμό των ημερομηνιών όπου επιτρεπόταν οι αγοραπωλησίες καπνού μεταξύ παραγωγών και εμπόρων. Πριν ο ΕΟΚ ιδρυθεί το καλοκαίρι του 1957, το δημόσιο είχε αναγκαστεί δυο συνεχόμενες χρονιές, το 1956 και 1957, να αγοράσει τις αδιάθετες ποσότητες καπνού.

Παρόλες τις έντονες αντιδράσεις της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΚΟΕ), η ίδρυση του ΕΟΚ απολάμβανε ευρεία πολιτική στήριξη. Κατά την διάρκεια της ψήφισης του νομοσχεδίου, ελάχιστοι βουλευτές εναντιωθήκανε στην ίδρυση του ΕΟΚ ενώ αρκετοί υιοθετήσαν πλήρως τις θέσεις της ΠΑΣΕΓΕΣ για την ίδρυση κρατικού μονοπωλίου. Επιπλέον, ζητούσαν ο ΕΟΚ να αγοράζει καπνό παράλληλα με το καπνεμπόριο ώστε να μην διαμορφώνονται υπερβολικά χαμηλές τιμές από τους εμπόρους μέσω μονοπωλιακών πρακτικών. Τέλος υποστήριζαν ότι αν δεν υπήρχαν περιορισμοί μέχρι πότε οι έμποροι μπορούσαν να αγοράζουν καπνό, τότε μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ανάγκη των παραγωγών να αγοράσουν σπόρο για την νέα σοδειά την άνοιξη. Καθώς η παροχή χαμηλότοκων καλλιεργητικών δανείων από την ΑΤΕ δεν επαρκούσε, οι παραγωγοί αναγκάζονταν να πουλάνε την σοδειά τους σε πολύ χαμηλές τιμές.

Η ΚΟΕ υποστήριζε ότι η καθιέρωση της κρατικής παρέμβασης θα έβλαπτε τις εξαγωγές καπνού. Αν και το δημόσιο είχε διακηρύξει ότι οι τιμές ασφαλείας θα ακολουθούσαν τις τιμές της αγοράς, οι καπνέμποροι υποστήριζαν ότι η ανάγκη εξυπηρέτησης μικροπολιτικών συμφερόντων θα οδηγούσε τον ΕΟΚ να τις ορίζει πολύ πιο ψηλά και οι παραγωγοί δεν θα επιθυμούσαν να πωλούν στο καπνεμπόριο. Οι καπνέμποροι επίσης υποστήριζαν ότι, εάν δεν μπορούσαν να αγοράζουν καπνό όποτε χρειαζόταν, μειωνόταν η δυνατότητα τους να κλείνουν συμφωνίες και υπονομεύονταν η προοπτική των ελληνικών εξαγωγών καθώς δεν διατηρούσαν μεγάλα αποθέματα καπνού στις αποθήκες τους. Μέρος της εκστρατείας τους ήταν και η συνέντευξη του επικεφαλής του Γερμανικού μονοπωλίου Ρέμτσα οποίος προειδοποιούσε ότι οι τιμές ασφαλείας θα οδηγούσαν σε πτώση της ποιότητας.[3]

Σταδιακά ο ΕΟΚ απέκτησε όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην αγορά καπνού. Από το 1958 ξεκίνησε την ποιοτική βαθμολόγηση του καπνού που ήταν στα χέρια των παραγωγών από εξειδικευμένους καπνοτεχνίτες. Για κάποιο διάστημα ο ΕΟΚ αγόραζε τον πολύ χαμηλής ποιότητας καπνό, γνωστό ως «σκάρτα ή ούτσια», ώστε οι παραγωγοί να διαθέτουν μόνο τις καλύτερες παρτίδες στο καπνεμπόριο. Από το 1959, ο ΕΟΚ σταμάτησε να χρησιμοποιεί εντολοδόχους για την συγκέντρωση των αδιάθετων καπνών ενώ από το 1962 συγκέντρωνε και τον εμπορικά επεξεργασμένο καπνό που δεν είχε εξαχθεί. Το 1961 και το 1962, η Ελλάδα μπόρεσε να εξαγάγει το σύνολο της παραγωγής της σε πολύ καλές τιμές. Η επιδημία του περονόσπορου έπληξε πολύ έντονα την Τουρκία και την Βουλγαρία και είχε δημιουργήσει έλλειψη ανατολικών καπνών. Δυστυχώς από το 1963 και μετά η πίεση από τους εμπόρους για μείωση των τιμών ήταν πολύ έντονη. Εν μέσω μιας ταραγμένης πολιτικά περιόδου (δολοφονία Λαμπράκη κτλ.), εκδηλώθηκαν δυναμικές διαμαρτυρίες ενώ οι καπνοπαραγωγοί του Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας θρήνησαν και έναν νεκρό. Ο ορισμός πολύ υψηλών τιμών ασφαλείας από τον ΕΟΚ το 1963 προστάτεψε τους παραγωγούς από τις μειώσεις ενώ τα επόμενα χρόνια ο ΕΟΚ χρειάστηκε να αγοράζει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες με σημαντικό δημοσιονομικό κόστος.

Εν τέλει, και παρόλες τις προσπάθειες, οι εξαγωγές καπνού δεν ακολουθούσαν την αύξηση στην κατανάλωση τσιγάρων ενώ και η δε αξία τους ήταν όλο και μικρότερη. Αυτό ενίσχυε τις απόψεις διαφόρων πολιτικών και οικονομολόγων πως οι πολιτικές εκβιομηχάνισης, οι επενδύσεις στον τουρισμό και οι κατασκευές ήταν πιο υποσχόμενες επιλογές για την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων μιας και οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, όπως ο καπνός, είχαν εξαντλήσει την δυναμική τους.[4]

Παραπομπές:

1] Νικόλαος Β. Πάτρας, Καπνική Οικονομία και Καπνική Πολιτική, Θεσσαλονίκη, 1954, σ. 31, υποσημείωση 3. Θαλής Β. Ανδρεάδης. Σκέψεις γύρω από το σύγχρονο πρόβλημα του ελληνικού καπνού. Αθήνα: 1967, σ. 155.

[2] Πενταετές πρόγραμμα οικονομικής αναπτύξεως της χώρας (1961-1965), Αθήναι: 1960. Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), Σχέδιο προγράμματος οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος (1966-1970), Αθήναι: 1965.

[3] Οικονομικός Ταχυδρόμος, 30 Μαΐου 1957, σ. 16.

[4] Σχέδιο προγράμματος οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος (1966-1970), σ. 77-79; Jeffrey, B. Nugent. “Economic Thought, Investment Criteria, and Development Strategies” in Greece: A Postwar Survey”, Economic Development and Cultural Change, Vol. 15, No. 3 (Apr. 1967), pp. 331-335, p. 331.

Το ερευνητικό έργο υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της Δράσης «2η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτορικών Ερευνητών/τριών» (Αριθμός Έργου: 51)

Scroll to Top