Βαθειά ριζωμένη η χαμένη πατρίδα, δεν μου ‘κανε καρδιά να τ’ αφήσω...

Κείμενο του Χρήστου Μποκώρου, στο προσωπικό του προφίλ στο facebook.  2 Σεπτέμβρη 2023. 

kapnos-mpokoros

Μπήκε Σεπτέμβρης, συννέφιασε σήμερα, μπας και κοπάσει κι η φωτιά που μας κατακαίει ανήμπορους. 
Ψάχνοντας άλλα, βρήκα κάτι σημειώσεις παλιές, γραμμένες δέκα χρόνια πριν, με την φωτογραφία ακόμη παλιότερη, σαραντατόσα χρόνια πριν τραβηγμένη, κοντοστάθηκα, βαθειά ριζωμένη η χαμένη πατρίδα, δεν μου ‘κανε καρδιά να τ’ αφήσω…

    Είχαμε σταματήσει ήδη την καλλιέργεια του καπνού, δώσαμε και την άδεια τον δεύτερο χρόνο με τα μισά χρήματα της αποζημίωσης, πριν απελευθερωθεί η καλλιέργεια για να σταματήσει εντελώς λίγα χρόνια μετά, εγώ φοιτητής, ο πατέρας φευγάτος, η μάνα στο ανθοπωλείο, η αδερφή μου στο σπίτι, παρατημένα τα οικήματα τα ‘χαν ρημάξει οι γύφτοι, τρεις φορές προσπάθησα να τ’ αναστήσω, ξαναπήρα εργαλεία, επισκεύασα πόρτες, παράθυρα, έβαλα αλυσίδες, λουκέτα, συρματοπλέγματα στα ξέφραγα που τα θυμόμουν πάντα ανοιχτά για όλους και ελεύθερα, μάταια όλα. Επιστρέφοντας τα ‘βρισκα λεηλατημένα. Πήγαινα τότε συχνά, με κάθε ευκαιρία, με τράβαγε μια έλξη ανεξέλεγκτη κι ας μην είχα να κάνω πια τίποτα εκεί, μπορεί να ‘τανε μόνο για ν’ ανασάνω τη μνήμη που ήτανε φρέσκια ακόμη ή έστω για να μείνει τούτη η έρμη η φωτογραφία. Χειμώνας, οι μουριές άφυλλες, ακλάδευτες, γυμνωμένες, ανάμεσά τους είχε απομείνει ο στεγασμένος φούρνος, ο άλλος ο υπαίθριος γκρεμισμένος σωρός, ένα χάλασμα -τι ψάχναν να βρούνε εκεί μέσα;- φύλλα σκόρπια πεσμένα ξερά, κλαράκια σπασμένα, ατσαλιά, ξασπρίζαν οστά γεγυμνωμένα απ’ τ’ απομεινάρια τ’ ασβέστη οι πέτρες, τ’ αναγνώριζα όλα αλλά τίποτε δεν έδειχνε τις παλιές μας τις δόξες εκείνα τα καλοκαίρια.

    Κάτω απ’ τη μεγάλη σ’καμνιά ολημέρα αρμαθιάζαμε φύλλα καπνού καθισμένοι οκλαδόν σε κουρελούδες πολύχρωμες γύρω από ‘να βουνό καπνόφυλλα μαζεμένο νύχτα, χαράματα, που έπρεπε μέχρι το βράδυ να το ισιώσουμε, να το κάνουμε κάμπο. Τελευταία δουλειά μας τ’ απόγευμα να σκουπίσουμε το χώμα απ’ τη σκόνη και τ’ άχρηστα. Μας έδινε δυο σκούπες η μάνα μου και διέταζε τίποτα να μη μείνει, να περπατάς ξυπόλητος και να φτάνεις απέναντι καθαρός. Μόλις που ‘χαμε ξεπλύνει απ’ τη σκόνη χέρια, πόδια και πρόσωπο, αξέχαστη η γεύση κι η όρεξη, το πολύτιμο δείπνο ανάμεσα στον κάματο της μέρας και την αποσπερ’νή ξεκούραση, το γλυκοφάγωτο ότι να ‘ναι που καταβροχθίζαμε λαίμαργα, κουρασμένοι, εκεί έξω, στις αυλές. Είχε προς στιγμήν το ψωμί μια γεύση πικρή στις μπουκιές που μας έκοβε απ’ το φρεσκοψημένο φουρνισμένο η θειά Ξένη τ’ απόγιομα με το χέρι της πικραμένο ακόμα απ’ τα φύλλα του καπνού. Oλημερίς μ’ αυτά μπερδευότανε, μάζεμα, αρμάθιασμα, ‘λιάστρα. Άλλες φορές τ’ αλείβαμε βούτυρο ανεβασμένο αφρό απ’ το τρυπητό που χτυπούσε το γάλα στη βούρτσα εκεί μπροστά στο παράσπιτο. Το μάζευε μ’ ένα παλιομάχαιρο αλουμινένιο σ’ ένα τσίγκινο πιάτο και τού ριχνε αλάτι χοντρό. Δεν είχαμε ψυγεία ούτε ρεύμα στα καπνοχώραφα. Μοσχοβόλαγε ο τόπος φρεσκάδα ψωμιού  και καμμένα χαμόκλαδα που καπνίζανε ακόμα και μαυρίζανε τον ασβεστωμένο τρούλο πάνω απ’ το τόξο της πόρτας του φούρνου. Από κει μέσα ξεφούρνιζαν κάποτε και πίτες καυτές στο σινί, καν’να κοτόπουλο ροδοκόκκινο στον νταβά με πατάτες λαδορίγανη και λεμόνι ή πιο συχνά γρήγορες καλαμποκίσιες μπομπότες με τυρί ή γλυκές με σταφίδες. Δεν είχαμε πάντα ζεστό φαί. Κάποιες φορές ήταν κρύες πίτες ή κεφτεδάκια χτεσινά ή καν’να μαγειρευτό που είχε απομείνει, γεμιστά ή μπριάμ’, ορφανά κριθαράκια ή ψωμοτύρι με φρέσκα ζαρζαβάτια του κήπου. Σπάνια περνούσε και καν’να κάρο με καρπούζια απ’ τον χωματόδρομο κι ο αγωγιάτης του φώναζε, τα διαλαλούσε. Τρέχαμε να το κουβαλήσουμε παίζοντας και να το κρατήσουμε κάπου στη στέρνα δροσερό για μεσημεριανό με την αλμυρή σφήνα του τυριού και το μπαγιάτικο ψωμί. Δεν αφήναμε να χαθεί ούτε ψίχουλο, το μουσκεύαμε μεσ’ στο ζουμί του. Ήτανε το δικό μας γλυκάλμυρο είχαμε και άλλα, γλυκόξινα, αγουρίδες μαζί με τα σύκα, ξυνόγαλο με μπομπότα και γλυκόξινο φρέσκο προζυμένιο ψωμάκι απ’ το φούρνο. Να ο παράδεισος!

    Μου λέγαν -αλλά εγώ δεν το καλοθυμάμαι- ότι κάποια μέρα -πολύ μικρός- είχα χαθεί, με ψάχναν παντού δεν με ‘βρίσκαν, με φώναζαν, τίποτε, δεν απαντούσα, αγωνία, πανικός μην είχα πέσει στη στέρνα, στο ρέμμα, μέχρι που μ’ είδε μια ξαδέρφη να βγαίνω μπουσουλώντας κατάμαυρος μέσα απ’ τον φούρνο, θα ‘χα ‘μπεί να εξερευνήσω αθώος ο αφελής το σκοτάδι. Μόνο τα μάτια ξεχώριζαν μου ‘λεγε η μάνα μου κι έχω ακόμα στο στόμα μια γεύση απ’ τη στάχτη, την κάπνα των ξύλων και το πυρόχωμα, τη σκουριά απ’ τη σιδερένια αψίδα της πόρτας και τον ασβέστη.

ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΤΟΥ ΒΛΟΧΟΥ ΚΑΙ…. Ο ΚΑΠΝΟΣ

Γράφει ο Γιάννης Γιαννακόπουλος
(από ανάρτηση στο facebook 22-8-2021)

Ο Βλοχός Αγρινίου είναι ένα ύψωμα σχήματος πυραμίδας με υψόμετρο 700 περίπου μέτρων που δεσπόζει στην βόρεια πλευρά της λίμνης Τριχωνίδας και συγκεκριμένα στη περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος  Καινουργίου. Η θέα από την κορυφή του υψώματος προς την Αιτωλική πεδιάδα είναι υπέροχη.
Ο Βλοχός στην αρχαιότητα ήταν η ακρόπολη των Θεστιέων, που κατοικούσαν στη περιοχή. Στα κατοπινά χρόνια  κτίστηκε μοναστήρι προς τιμή της Θεοτόκου της Βλοχαϊτισσας που εορτάζει την 23η Αυγούστου.
Παλαιότερα μέχρι το 1958 ή το 1961 (δεν θυμάμαι ακριβώς) υπήρχε ένα κανόνι στο μοναστήρι. Πριν τον εσπερινό της παραμονής της εορτής (22 Αυγούστου) κάθε χρόνο το γέμιζαν με μπαρούτι και έριχναν μία κανονιά που αντηχούσε σε όλη την Αιτωλική πεδιάδα. Πρώτα φαίνονταν ο καπνός και στη συνέχεια με ανάλογη καθυστέρηση λόγω της απόστασης ακούγονταν ο ήχος.
Όπως είναι γνωστό το κύριο αγροτικό προϊόν της περιοχής ήταν ο καπνός και επειδή την εποχή αυτή (μέσα έως 25 Αυγούστου) συνέβαινε να τελειώνει και η διαδικασία που αφορούσε το  “μάζεμα” και το αρμάθιασμα του  η εορτή της Παναγίας της Βλοχαϊτισσας είχε ιδιαίτερη σημασία για τους καπνοκαλλιεργητές.
Πολλοί από αυτούς ανέβαιναν στο μοναστήρι να προσκυνήσουν και να  ευχαριστήσουν την Παναγία για την σοδειά τους και όσους τους τύχαινε η κανονιά στο χωράφι έκαναν τον σταυρό τους παρακαλώντας την Θεοτόκο να δικαιωθεί ο κόπος τους με καλή τιμή στη πώληση του καπνού.
Επανέρχομαι στο κανόνι. Την τελευταία εκπυρσοκρότηση την έτυχα από κοντά. Ηταν σε κάποια από τις χρονολογίες που προανέφερα αν (1958-1961). Εκείνη την χρονιά ανεβήκαμε στο Βλοχό οικογενειακώς. Φθάσαμε στο μοναστήρι λίγο πριν την εκπυρσοκρότηση και αμέσως έτρεξα να δω το κανόνι. Ηδη είχαν ανάψει το φυτίλι και οι παρευρισκόμενοι ήταν καλύμμενοι πίσω από βράχια για κάθε ενδεχόμενο. Πρόφτασα να το δω για δευτερόλεπτα  γιατί κάποιος με τράβηξε για να καλυφτώ από ένα βράχο. Μετά από την ισχυρή έκρηξη ανασηκώθηκα να δω αλλά κανόνι δεν υπήρχε!!! Φαίνεται ότι το γέμισαν με πολύ μπαρούτι και αυτό εξερράγη. Είπαν ότι θα βρουν να φέρουν κάποιο άλλο για την επόμενη χρονιά , κάτι που δεν έγινε ποτέ…
Ετσι η κανονιά του Βλοχού δεν ξανακούστηκε…. όπως σταμάτησε  και η καπνοκαλλιέργεια μετά από τρεις περίπου δεκαετίες.

Τελευταίο "χέρι"

Γράφειο ο Στέλιος Φούντας, εκπαιδευτικός

Στέλιος Φούντας
Αρμάθιασμα στο Αγρίνιο, 1954. Φωτογραφία από το αρχείο του ΓΙάννη Γιαννακόπουλου
Αρμάθιασμα στο Αγρίνιο, 1954. ΑΡΧΕΙΟ: Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο

Κάτι “κορφόφυλλα”, τελευταίο χέρι, είχαν μείνει σ΄ όσους δεν υπολόγισαν καλά τα δυναμάρια της οικογένειας και έβαλαν παραπάνω στρέμματα καλλιέργεια.
Ανάρια- ανάρια έβλεπες πλέον το πράσινο τού καπνο. Έσβηνε μέρα – μέρα.
Το καφέ του χώματος έπαιρνε εκδίκηση, ήταν αυτός πλέον ο καμβάς της γης και οι καπνόριζες μαδημένες, ξεπουπουλιασμένες στο τέλος του βιολογικού τους κύκλου αντιστέκονταν μ’ ένα χλωμό κιτρινοπράσινο χρώμα να θυμίζουν την ακμή τους, την θαλλερότητά τους, τα ξενύχτια που μαδήθηκαν από τ άγρια δάχτυλα του πατέρα, απ’ τα παιδικά των γιων του.
-Θα μείνω κάνα δυο βράδια ακόμη , δεν επέστρεψαν όλα τα παιδιά στο χωριό , είναι στα κονάκια ακόμη.
Και το σχολείο αργεί, 11 Σεπτέμβρη ανοίγουν.
Μεθαύριο θα φύγω .
-Τί να μείνεις; Η μάνα σου έφυγε για το χωριό , τι θα τρως; Πού είδες παιδιά;
– Ψωμί κι ελιές , απάντησα ακαριαία.
Είχαν όντως φύγει όλοι! Οι γυναίκες, τα παιδιά, οι φοιτητές, οι αδειούχοι.
Μόνο οι άντρες είχαν μείνει να ολοκληρώσουν τα της “λιάστρας”.
Είχε κι η “λιάστρα” δουλειά.Να τα “ξεκολλήσουν ” αρμάθα – αρμάθα , φύλλο φύλλο, περίμεναν την πρωινή δροσιά να μαλακώσουν τα ξερά φύλλα του καπνού να μην τρίβονται.
Τέλος Αυγούστου. Η μέρα μίκραινε. Σούρουπο.
Τον άφησα με μια μπύρα, ούτε θυμάμαι αν είχε προσφάι.
Πέρασα από πέντε – έξι κονάκια καπνοκαλλιεργητών, είχε δίκιο, δεν υπήρχαν πουθενά γυναικόπαιδα.
Τσουκάλια δεν μύριζαν φαγητό, μέχρι χθες ξεχώριζες απ’ την ντοματίλα και την τηγανίλα κάθε νοικοκυρά κάθε σπίτι.
Μόνο άνδρες που δεν είχαν βγει στο καφενείο μες το μισόφωτο έστριβαν καμιά τσιγάρα ή “τράβαγαν ” κάνα ούζο.
Ναι η ουζίλα αντικατέστησε την μαγειρευτίλα! Το συνειδητοποίησα αμέσως! Μόνο η θεια Πηνελόπη που της είχε μείνει κάνα στρέμμα “κορφόφυλλο” ήταν στο κονάκι, στην αυλή, πολέμαγε με μια βελόνα να αποσώσει κάτι λίγα φύλλα καπνού. Μαγείρευε κιόλας, ο μπάρμπα – Γιάννης είχε κατέβει στο καφενείο.
-Καλησπέρα.
-Τ’ς Κωσταάντως είσαι; Δε καλοβλέπω κιόλας στραβώθηκα απ’ τ’ βελόνα κι απ’ αυτή τη σκόνη, τι ξεραΐλα είναι τούτη; Κι αυτός ο παλοβοριάς, ούλο τ’ απόγευμα φ’ σαει, σα να δυνάμωσε κιόλα.
-Ο Στέλιος είμαι.
-Έμ’ναμι πίσω εμείς καμάρι μ’ δυο ψυχές είμαστε, αρρώστησε κι ο Γιάννης μες τον Αλωνάρη εννιά μέρες στο νοσοκομείο στ’ Αγρίνιο, μήπως γιατρεύτηκε; “Μετά τα καπνά σε περιμένω για χειρουργείο ” του ‘πε ο γιατρός, ο Γιάννης δε θέλει. Θα ρωτήσει και στ’ Κρικελλή λέει.
Σηκώθηκε, πέταξε τη βελόνα και το σπάγγο κι έτρεξε για το φαΐ. Έφερε και τη λάμπα πετρελαίου έξω, είχα κάτσει στη θέση της να της τελειώσω την αρμάθα.
-Άι καμάρι μ’ μη λερώνεσαι, τράβα σπιτάκι σου, δυο μέρες έχουμε ακόμα – πρώτα ο Θεός – μετά θα πιάσω το σπίτι μου στο χωριό. Ανέβηκε η μάνα σ’;
-Έφυγαν όλοι, τα παιδιά γι Αθήνα, γι Αγρίνιο έχουν δουλειές.
-Δουλειές; Απο δ’ λεια σε δ’ λεια πάνε! Μες τα παλιοκαπνά μας, κι εμείς τυραγνία κι τα παιδιά τ’ κόσμ’ περνάνε την αδειούλα τους μες τ’ μαυρίλα..
Δεν είχε παιδιά, άκληρο ζευγάρι.
Καληνύχτισα, κατηφόρισα βγαίνοντας απ’ τις προφυλάξεις των μαντρών, ένιωσα το βοριά,
ζεστός με χώμα, ακάλυπτο από φυτά και στεγνό απ’ το καλοκαίρι που πήγαινε προς το τέλος του σηκωνόταν και σα πούδρα το ‘νιωθες παντού.
Στα μάγουλα, στα μάτια, στα δάχτυλα, στις σαγιονάρες.
Ομιλίες κουρασμένων αντρών στ’ αυτιά, ουζίλα στη μύτη, σκόνη στα μάτια.
Καληνύχτισα δυνατά και το καφενείο.
Οι πατεράδες των φίλων μου μού φώναξαν πιο δυνατά την καληνύχτα.
Σφίχτηκε το στομάχι μου στ’ άδειο σπίτι, ο πατέρας ροχάλιζε πια.
Όλο το σπίτι δικό μου!
Στο πάτωμα δίπλα απ’ το κρεβάτι του ένα βιβλίο παλιό, σπασμένη η ράχη του, καφέ δαχτυλιές απ’ το χώμα και τη λάσπη των χεριών του.
Το πήρα, πήρα κι ένα φακό και βγήκα έξω ..
Δε θα ξόδευα όλη τη μπαταρία, τον χρειαζόταν αχάραγα να μπει στη λιάστρα να βλέπει τις αρμάθες μέχρι το λυκαυγές ν’ αναλάβει το φως της ζωής μας.
“Η λεηλασία μια ζωής ” ο τίτλος ..
Αντώνης Τραυλαντώνης ο συγγραφέας.
Το έκλεισα απότομα, πήγα κόντρα τα ρουθούνια μου στο Βοριά ν’ ανασάνω ..
Δυνατό αέρα είχα ανάγκη, έστω και με χώμα ..!!

H συμβολή του κλάδου καπνού στην ελληνική οικονομία την περίοδο 1900 - 1950

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Αναστασία Β. Θωμαΐδου (Α.Μ 1602039)

Επιβλέπων καθηγητής: Μιχαήλ Ζουμπουλάκης

Η συμβολή του κλάδου καπνού στην Ελληνική οικονομία την περίοδο 1900 – 1950 ήταν πολύ μεγάλη. Στα περιορισμένα πλαίσια αυτής της εργασίας, εξετάσαμε την πορεία που ακολούθησε ο κλάδος αυτήν την περίοδο και πως επέδρασαν πάνω του τα διάφορα ιστορικά γεγονότα με τις όποιες οικονομικές τους προεκτάσεις.
Στο πρώτο κεφάλαιο παραθέτουμε πληροφορίες σχετικές με την προέλευση του καπνού, τις ποικιλίες που καλλιεργούνται την περίοδο 1900 – 1950 στην Ελλάδα, την παραγωγική διαδικασία του καπνού και τέλος τους ανθρώπους που εμπλέκονται στον κλάδο καπνού.
Στο δεύτερο κεφάλαιο πραγματευόμαστε την αλληλεπίδραση των ιστορικών γεγονότων και του κλάδου καπνού. Εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο επέδρασαν οι διάφορες ιστορικές εξελίξεις στην παραγωγή και στις εξαγωγές καπνού, πως συνέβαλλε ο κλάδος καπνού στην αντιμετώπιση οξέων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, όπως οι 1.500.000 πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, και τέλος πως εξαρθρώθηκε κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναφέρουμε και κρίνουμε τις καπνικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν την περίοδο αυτή.

 

Η καπνούπολη του Αγρινίου στα αφηγήματα του Θανάση Παλιούρα

Μαρία Ν. Αγγέλη, 
δρ Κοινωνικής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Μαρία Αγγέλη

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση της Μαρίας Ν. Αγγέλη στην παρουσίαση του βιβλίου του Θ. Παλιούρα με τίτλο: «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα», εκδόσεις Αρμός 2011.Η παρουσίαση έγινε στην αίθουσα εκδηλώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος, Αγρίνιο 4 Ιουλίου 2011. Τα αποσπάσματα των προφορικών αφηγήσεων καπνοκαλλιεργητών και καπνεργατών προέρχονται από συνεντεύξεις που κατέγραψε η Μ. Αγγέλη. Βλ. Μ. Αγγέλη, Διδακτορική Διατριβή: Ο Κόσμος της εργασίας: Γυναίκες και άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού. (Αγρίνιο19ος-20ος αι.). Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2007

Αθαν Παλιούρας

Έχω και εγώ την τιμή να παρουσιάσω το βιβλίο του εκλεκτού καθηγητή μας κυρίου Θανάση Παλιούρα.
Πρόκειται για βιωματικό λόγο που δίνεται με λογοτεχνική γραφή. Μέσα από τα αφηγήματα του Θ. Παλιούρα: «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα», «περνάνε κάμποσες σελίδες από τη ζωή της γενέτειρας πόλης του Αγρινίου στην κρίσιμη εικοσαετία 1940-1960 και ήταν χρέος να διατηρηθούν στη μνήμη των νεότερων», όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογό του. Επέλεξα σήμερα να παρουσιάσω τα αφηγήματα που παραπέμπουν στην Καπνούπολη, όπως σωστά καθιερώθηκε το Αγρίνιο. Συγκεκριμένα θα αναφερθώ στα στοιχεία που αφορούν στην ιστορία του καπνού.

Πριν ξεκινήσω αυτό όμως θα επιχειρήσω μια επιγραμματική αναφορά στην ιστορία της Καπνούπολης: Ο καπνός, μαζί με τα αμπέλια, τα δημητριακά και τις ελιές αποτελούν τις κυριότερες καλλιέργειες στην περιοχή μετά την απελευθέρωση. Η μεγαλύτερη όμως ανάπτυξη του Αγρινίου και της ευρύτερης περιοχής θα πραγματοποιηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε η επέκταση του καπνού παίρνει εκρηκτικές διαστάσεις. Παράλληλα αρχίζει και η οργάνωση και συστηματοποίηση της εμπορίας του καπνού. Τα φημισμένα καπνά της ποικιλίας «Τσεμπέλια Αγρινίου» διοχετεύονταν στην εσωτερική αγορά και τα εκλεκτά καπνά της ποικιλίας «Μυρωδάτα Αγρινίου» εξάγονταν στην Αίγυπτο.

Ας περάσουμε τώρα στα αφηγήματα του Θ.Παλιούρα: «Σύμβολα και σημεία αναφοράς της Ντούτσαγας ήταν το Γηροκομείο, τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια, το αυλάκι με το νερό που έτρεχε όλη τη χρονιά ανάμεσα από τα σπίτια καi ο μύλος του Ραμμόπουλου κάτω από το ταμπακαριό του Σκεπαρνιά…» , αναφέρει ο συγγραφέας στο πρώτο αφήγημά του «Γεννήθηκα στην Ντούτσαγα». Προσέξατε ότι τα καπνοτόπια αποτελούν στοιχείο ταυτότητας της Ντούτσαγας και του Αγρινίου ευρύτερα. Ιδιαίτερη όμως αναφορά στον καπνό γίνεται στο αφήγημα με τίτλο: «Στρατιώτες και Αντάρτες».

Η υπόθεση του αφηγήματος:

Ο παππούς μια μέρα στέλνει τον εγγονό του να δώσει καπνό σ’ένα στρατιώτη του Εθνικού Στρατού και σε μια Αντάρτισσα. Στο συγκεκριμένο αφήγημα θα εξετάσουμε τα στοιχεία εκείνα που έχουν σχέση με τον καπνό και την Καπνούπολη.

Περνάμε στο αφήγημα:
Μια μέρα του 1948 ο παππούς Ζάχος στέλνει τον αγαπημένο εγγονό του το Σούλα στον κήπο που ήταν η λιάστρα του καπνού να του φέρει μια αγκαλιά φύλλα «κίτρινα, κατακίτρινα, όπως η λίρα». Εδώ, όπως παρατηρείτε, ο αφηγητής διασώζει μια χαρακτηριστική έκφραση των καπνοπαραγωγών «καπνός λίρα»! Φράση που σήμαινε εκλεκτής ποιότητας καπνός. Συνώνυμες εκφράσεις σας αναφέρω ότι ήταν: «καπνός χρυσάφι» και «καπνός κεχριμπάρι». Με αφορμή αυτή την επιθυμία του παππού ο εντεκάχρονος Σούλας θα χωθεί μέσα στις λιάστρες τις οποίες περιγράφει με λεπτομέρεια και παράλληλα κάνει μια σύντομη, ωστόσο περιεκτική περιγραφή στα στάδια της καπνοκαλλιέργειας. Ξεκινάει από το στάδιο του καπνοσπορείου: «Τις βραγιές με τα φυντάνια», όπως γράφει. Όταν μεγαλώνουν τα φυτώρια εκεί κοντά στον Απρίλη, πριν ή μετά τη Λαμπρή περνάει στο στάδιο της καπνοφύτευσης:
«Πρωί πρωί όλη η οικογένεια έβγαζε τα φυτά, τα τοποθετούσε προσεκτικά σε ξύλινα κασελάκια ή σε καλάθες και αναχωρούσαν για το καπνοτόπι. Έτσι άρχιζε το φύτεμα και το πότισμα. Όλοι κρατούσαν από ένα ξύλινο σουφλί στο χέρι το έμπηγαν στο οργωμένο και σβαρνισμένο χωράφι, σε ίδιες αυλακιές. Μέσα στο άνοιγμα που άφηνε το σουφλί, έχωναν το φυντάνι ως τη μέση βάζοντας με το ίδιο το σουφλί γύρω γύρω χώμα. Από πίσω ερχόταν ο νεροφόρος και με το ποτιστήρι πότιζε το φρεσκοφυτεμένο φυτό». Έτσι παρουσιάζει ο Θ. Παλιούρας τη μεταφύτευση του καπνού από τις βραγιές στα καπνοχώραφα.
Και στη συνέχεια περνάει στην επόμενη φάση: το μάζεμα των καπνόφυλλων: «Όταν ο καπνός μεγάλωνε μαζεύονταν φύλλο φύλλο όλη τη νύχτα μέχρι το ξημέρωμα με συντροφιά το φεγγάρι. Από το πρωί όλη η οικογένεια πάλι γύρω από τους σωρούς φύλλων αρμάθιαζε με βελόνες και περνούσε σε σπάγκο τα φύλα. Στις άκρες δένονταν δύο ξύλινες ή συρμάτινες γκλίτσες για να κρεμιούνται στις λιάστρες».
Εδώ ολοκληρώνεται η διαδικασία του αρμαθιάσματος και ο συγγραφέας περνάει στο στάδιο της αποξήρανσης του καπνού. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που ο μαθητής τότε Θανάσης περιγράφει τον τρόπο που στήνονταν οι λιάστρες . Ακούστε τον: «Οι λιάστρες που στήνονταν έτσι με μεγάλα δοκάρια πάνω σε παλούκια στη σειρά, σε παράλληλες γραμμές, για να κρεμιούνται οι αρμάθες η μία δίπλα στην άλλη. Καθώς τις έκαιγε ο ήλιος το χρώμα των φύλλων από πράσινο γινόταν κίτρινο, καφεκίτρινο. Το χρώμα της ώχρας. Έλαμπαν και έδιναν ένα διάφανο φως στις αχτίδες του. Πάνω από τις λιάστρες , σ’ όλο το μήκος τοποθετούνταν ξύλινοι «καβαλάρηδες» για να απλώνονται πάνω τους τα μεγάλα «καπνόπανα», που έπεφταν ως τα πλάγια. Μόλις μαζεύονταν απειλητικά σύγνεφα, έτρεχε όλη η οικογένεια και σκέπαζε τις λιάστρες για να προλάβουν τη βροχή. Καθώς τα πάντα κατακλύζονταν από τις αναπάντεχες καλοκαιριάτικες μπόρες, άσπριζε παντού το τοπίο από τις σκεπασμένες λιάστρες, που έμοιαζαν από μακριά σαν καλύβες κατάλευκες κι έδιναν άλλο χρώμα ακόμα και μέσα στην πόλη , στους κήπους, ανάμεσα στα πετρόχτιστα κεραμοσκέπαστα σπίτια».
Τα απειλητικά σύγνεφα και η αγωνία και το άγχος που προκαλούσαν αυτά έχουν σημαδέψει ολάκερο τον κόσμο του καπνού. Έπρεπε να προστατέψουν από τη βροχή και το χαλάζι το προϊόν του μόχθου τους! Ενδεικτικά παραθέτω την προφορική αφήγηση μιας γυναίκας που κατέγραψα κατά τη διάρκεια προσωπικής έρευνας για τον καπνό και τον κόσμο γύρω από αυτόν: «Τα’βανες στη λιάστρα τα καπνά. Άμα έπιανε βροχή τη νύχτα άντε να σ(η)κωθείς να τα σκεπάσεις! Τώρα τελευταία βγήκανε τα νάυλα και τα πανιά. Παλιά με τα ρούχα πούχαμε, αυτά πόστρωναμε κάτ’. Τς βελέτζες, τα αυτά, να σκεπάσεις τον καπνό. Τι να σκεπάσεις! Τυραγνία! Μετά π’ βγήκανε όμως τα πανιά ήτανε πιο καλά. Τράβαες τα πανιά, αλλά κι αυτό τυραγνία ήτανε. Να σε σ(η)κώνε τη νύχτα άμα συννέφιαζε και μπουμπούνιζε, σήκω, σκωθείτε! Και να φσάει κι αέρας, εκεί π’τάβαναμε εμείς και να παίρνει τα πανιά και τα νάυλα και να μ’ κάνει ο μακαρίτς ο άντρας μ’: Τράβα! Δε μπουρού μωρέ! Και ήταν και λίγο βλάστημος αυτός…Τράβα! Τυραγνία παιδάκι μ’ ήτανε. Τυραγνία τα καπνά…»
Τόσο ο λογοτεχνικός λόγος του Θ. Παλιούρα, όσο κι ο λαϊκός λόγος της καπνοφύτισσας Σταθούλας συνθέτουν ένα μνημονικό λόγο για την ταυτότητα της Καπνούπολης της Αιτωλ/νίας! Και το διήγημα συνεχίζεται με την αναφορά στη βαντακοποίηση του αποξηραμένου πια καπνού:
«Οι αρμάθες, πολλές μαζί ενώνονταν με τις άκρες και μετατρέπονταν σε στρογγυλά «βαντάκια». Αυτά κρεμιούνταν μέχρι το Δεκέμβρη από τα ξύλινα νταβάνια των σπιτιών ή των αποθηκών». Έτσι παρουσιάζει ο Θ.Παλιούρας τα βαντάκια του καπνού.
Εδώ θα σας μεταφέρω την προφορική αφήγηση της καπνοφύτισσας σχετικά με την αποθήκευση του καπνού: «Τον καπνό τον είχαμε στα σπίτια. Άλλοι είχαν αποθήκες κι άλλοι δεν είχανε. Και μέσα στα σπίτια π’ κοιμόμαστανε παιδάκι μ’ εμείς. Η μυρωδιά; Μας ενοχλούσε και μας παρενοχλούσε, αλλά τι νάκανες; Αυτό ήταν η ζωή σου! Μπόργες να τον πετάξεις; Νάχεις τα καπνά εκεί μέσα και να κοιμόνται τα παιδιά σ’! Και μ’ λέει κάποτε ο έμπορας πούρθε ο Αντωνόπουλος, πόπαιρνε τα καπνά. Μ’ λέει: Εδώ μέσα κοιμόνται και τα παιδιά σου κυρά Σταθούλα; Εδώ μέσα τ’ λέω. Τι να κάνουμε; Μετά έφκιασαμε μιαν αποθήκη…»
Εδώ, όπως παρατηρείται, ο λογοτεχνικός λόγος μένει μόνο απαλά στην εικόνα ενώ ο λαϊκός επιμένει στη σκληρή πραγματικότητα…
Άνθρωποι και καπνά στον ίδιο χώρο. Η μυρωδιά του πικρού καπνού τρύπωνε παντού: στο χώρο και στα σωθικά τους. Έτσι ήταν τότε… Και το αφήγημα συνεχίζεται με το τελευταίο στάδιο: τη δεματοποίηση του καπνού, για να ακολουθήσει η βαθμολογία και η αγορά από τον καπνέμπορο. ΄Ολη αυτή τη διαδικασία του καπνού ως την πώλησή του ο Θ. Παλιούρας την ονομάζει «Οδύσσεια»: «Η Οδύσσεια του καπνού ήταν για τους καπνοπαραγωγούς μια ιστορία αγάπης και μίσους, δακρύων και αγωνίας…», γράφει. «Αλλά με κεντρικό μάρτυρα τον καπνό εκεί μαζεύονταν και οι χαρές και οι λύπες της ζωής…» συνεχίζει κι αναφέρεται σε αρραβώνες , γάμους, γιορτές, πανηγύρια, αλλά και αρρώστιες και θανάτους. Τα καλά και τα κακά της ζωής…
Ας συνεχίσουμε:
Χάρη στον παππού ο εντεκάχρονος Σούλας έμαθε να ψιλοκόβει τα καπνόφυλλα σαν λίρα πάνω στο μακρόστενο σανίδι κρατώντας με το αριστερό χέρι ένα μάτσο φύλα και στο δεξί ένα μακρύ ψωμομάχαιρο. Αυτός ο ψιλοκομμένος καπνός τοποθετούνταν σε τσίγκινα μεγάλα βάζα και φυλασσόταν στο ντουλάπι δίπλα στο τζάκι. Εκεί που ήταν και τα ροζ τσιγαρόχαρτα για τα στριφτά τσιγάρα του παππού. Το διήγημα συνεχίζεται με μια πράξη ανθρωπιάς:
Ο παππούς είχε γεμίσει με στριφτά τσιγάρα για μερακλήδες δύο χαρτοκούτια από αυτά που πουλούσαν στα περίπτερα τα χύμα τσιγάρα. Τα είχε τυλίξει με εφημερίδα και τα έδωσε στον εγγονό του να τα παραδώσει σε δύο παραλήπτες. Ο ένας βρισκόταν στο 3ο Δημοτικό Σχολείο που επειγόντως είχε μετατραπεί σε θάλαμο νοσηλείας για τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού και ο άλλος βρισκόταν στο παλιό Αντωνοπούλειο Νοσοκομείο, ο πρώτος όροφος του οποίου είχε μετατραπεί σε φυλακή για αιχμάλωτες αντάρτισσες, σύμφωνα πάντα με τον αφηγητή. Ο μικρός κατάφερε να μπει στην αίθουσα διδασκαλίας και να παραδώσει το κουτί σ’ ένα νοσηλευόμενο στρατιώτη, τονίζοντάς του ότι είναι στριφτά τσιγάρα και όχι αγοραστά!
Η ευχαρίστηση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του στρατιώτη καθώς άναψε ένα τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά… Στη συνέχεια ο στρατιώτης Τηλέμαχος πλημμυρισμένος από οργή και με δάκρυα στα μάτια αναφέρεται στη μάχη του Καρπενησίου εκεί όπου έχασε το δεξί του πόδι από τους συμμορίτες, όπως λέει χαρακτηριστικά.
Το δεύτερο πακέτο έπρεπε να το μεταφέρει στο Αντωνοπούλειο Δημοτικό Νοσοκομείο Αγρινίου. Εκεί στον πρώτο όροφο ήταν οι κρατούμενες αντάρτισσες. Ο Σούλας συναντά στη σκάλα το φαντάρο που φύλαγε σκοπιά, ο οποίος έλεγξε το πακέτο με τα χειροποίητα τσιγάρα και άρπαξε με τη χούφτα του όσα μπορούσε. Ύστερα επέτρεψε στο μικρό παιδί να ανέβει σύντομα στον πρώτο όροφο, όπου θα ξεχωρίσει ανάμεσα σε τρεις μια μοναχική γυναίκα που κάπνιζε.
Στη συνέχεια ο αφηγητής μας δίνει τον πόνο αυτής της νεαρής γυναίκας για το θάνατο του άνδρα της από τους φασίστες όπως είπε, στη μάχη του Καρπενησίου.
Όπως παρατηρείτε, ο λόγος των δύο καπνιστών είναι ιδεολογικά φορτισμένος. Και εδώ φαίνεται η διαφορά ανάλογα με την παράταξη στην οποία ανήκουν.
Ο δρόμος της επιστροφής του Σούλα στο σπίτι ήταν μακρύς. Ένας δρόμος οδύνης για το παιδί. Πάλευαν μέσα του ο στρατιώτης με το σπασμένο πόδι και η συναγωνίστρια με το σκοτωμένο άνδρα. Ο Τηλέμαχος και η Παναγιώτα καρφώθηκαν στο μυαλό του και μαζί ατέλειωτα Γιατί;
Ο Πικρός καπνός εδώ είχε χρησιμοποιηθεί ως δώρο από τον παππού σε δύο συνανθρώπους του, θύματα ενός αδελφοκτόνου πολέμου. Τον είχε προσφέρει δίχως να σταθεί στην κομματική τους ταυτότητα και το ρόλο τους στον εμφύλιο. Τι σημασία είχαν αυτά; Και οι δυο τους ήταν Έλληνες. Και οι δυο ήταν θύματα ενός σπαρακτικού πολέμου. Και είχαν μια κοινή ανάγκη: να καπνίσουν ένα σέρτικο τσιγάρο μήπως γλυκάνουν τα σωθικά τους από τα «αδελφομαχαιρώματα».
Και στο σημείο αυτό για να ελαφρύνουμε λίγο θα σας αναφέρω ότι ο καπνός θεωρούνταν ως εκλεκτό δώρο για τους καπνιστές. Και μια αρμάθα «καπνός λίρα» είχε μεγάλη αξία και για το δότη και για τον παραλήπτη!
Ας περάσουμε τώρα στο άλλο κείμενο του Θ. Παλιούρα: «Αγρίνιο. Η πόλη θυμάται…». Εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στους ανθρώπους της. Μεταξύ άλλων αναφέρεται και στις πετρόχτιστες καπναποθήκες που από μόνες τους αποτελούν μνημονικούς τόπους του καπνού. Κάνει αναφορά επίσης στους καπνεργάτες και καπνεργάτριες που εργάζονταν μέσα σ’αυτές στην επεξεργασία του καπνού.
Γράφει: «Ένα μελισσολόϊ ξεχύνοντας στους δρόμους της επιστροφής προς το σπίτι δημιουργούσε την εντύπωση της πλήθουσας αγοράς του Ξενοφώντα, όπου οι πάντες πάνε κι έρχονται…» Ανάλογη βρήκα την αφήγηση μιας καπνεργάτριας: «μια μυρμηγκιά στην οδό Παπαστράτου οι καπνεργάτες κόρη μου…»
«Η πλήθουσα αγορά» του συγγραφέα Θ. Παλιούρα είναι «η μυρμηγκιά» της καπνεργάτριας Κωστούλας Ιωάννου.
Με αφορμή αυτά που αναφέρει στο κείμενο του ο Θ. Παλιούρας προσθέτω και τα εξής: Οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες προέρχονταν από το Αγρίνιο και την ευρύτερη περιοχή. Ιδιαίτερα όμως από τον προσφυγικό Συνοικισμό Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου. Η εκτεταμένη καπνοκαλλιέργεια και η δυνατότητα εργασίας τόσο στην παραγωγή όσο και στην επεξεργασία του καπνού εξάλλου έπαιξε σημαντικό ρόλο για την εγκατάσταση των 2.500 περίπου προσφύγων στην περιοχή. Ο καπνός συνετέλεσε στην ομαλή σχετικά ένταξη αυτών των ανθρώπων στην τοπική κοινωνία, όπως προκύπτει από τη μελέτη των προφορικών μαρτυριών αλλά και τη σχετική βιβλιογραφία. Οι πρόσφυγες του Αγίου Κων/νου πρωτοστατούσαν στους καπνεργατικούς αγώνες. Στη μεγάλη απεργία του 1926 το ένα θύμα η Βασιλική Γεωργαντzέλη ήταν πρόσφυγας.
Στο επόμενο αφήγημα με τίτλο: «Οι τρεις ξυπόλητοι καβαλάρηδες», έχουμε αναφορά του Θ. Παλιούρα στη χρησιμότητα των ζώων στην παραδοσιακή καπνοκαλλιέργεια.
«Μπροστά ο μπάρμπα Σπύρος καβάλα στον Καρρά , πίσω ο Ντορής φορτωμένος από τη μια το αλέτρι και από την άλλη τη σβάρνα και παραπίσω η Κανέλλω με τα καθημερινά μπαγάζια, καθώς το ζευγάρι των νοικοκυραίων με τους σέμπρους και τους εργάτες φρόντιζε για τα φαγητά, το ψωμί, το νερό και απαραίτητα το κρασί…» γράφει χαρακτηριστικά. Και εδώ θίγεται η σχέση της σεμπριάς, συνηθισμένη εργασιακή σχέση στην καπνοκαλλιέργεια τότε. «Οι σέμπροι και τα σεμπρικά καπνά στο Αγρίνιο».
Ανακεφαλαιώνοντας επισημαίνουμε ότι στα αφηγήματά του ο Θ. Παλιούρας δίνει χαρακτηριστικά στοιχεία της ταυτότητας της Καπνούπολης. Και θεωρώ σημαντική αρετή του το ότι διασώζει αυθεντικές λέξεις και εκφράσεις όπως: Λιάστρες, γκλίτσες, οι καβαλλάρηδες στις λιάστρες, ξύλινο σουφλί, βαντάκια, καπνός λίρα, σέμπροι κλπ.
Επίσης σημαντική αρετή του θεωρώ ότι τα αφηγήματά του είναι βιωματικά. Πίσω από τη λογοτεχνικότητα υπάρχει μια απόλυτη ταύτιση στους τόπους των διηγημάτων με την πόλη του Αγρινίου. Οι τόποι δηλ. των διηγημάτων είναι οι τόποι της Καπνούπολης: π.χ. η περιοχή Ντούτσαγα είναι η γνωστή περιοχή με τα λιοστάσια και τα καπνοτόπια με τα αγροτόσπιτά τους. Ο Άγιος Κωνσταντίνος είναι ο τόπος εγκατάστασης των προσφύγων μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι περισσότεροι από αυτούς εργάστηκαν ως καπνεργάτες/τριες στα καπνομάγαζα-καπναποθήκες ης πόλης.
Επομένως, ο Θ. Παλιούρας μέσα από τα αφηγήματά του δίνει την πραγματική ανθρωπογεωγραφία και τοπιογραφία της Καπνούπολης Αγρινίου μέχρι το 1960.

Η κρίση στις εξαγωγές καπνού και η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Καπνού το 1957

Δημήτριος Στεργιόπουλος
Υποψήφιος διδάκτωρ, Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας Σαν Ντιέγκο, ΗΠΑ
2015 Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στις Μεσανατολικές Σπουδές, Πανεπιστήμιο του Λάιντεν, Ολλανδία
Διπλωματική Εργασία: Intellectual Debates in the Early Turkish Republic: The Stance of
Kemalist Elite towards Liberalism as a Competing Political Program
2012–2013 Πρόγραμμα Erasmus
Τμήμα Τουρκικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, Σχολή Ανθρωπιστικών και Θετικών Επιστημών,
Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, Κωνσταντινούπολη, Τουρκία
2013 Πτυχίο στις Τουρκικές και Σύγχρονες Ασιατικές Σπουδές
Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών, Φιλοσοφική Σχολή,
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ)

Εισαγωγικά στοιχεία:

Ο σκοπός αυτής της ερευνητικής πρότασης είναι η ιστορική ανάλυση του Ελληνικού καπνικού τομέα την περίοδο μεταξύ του τέλους του εμφύλιου πολέμου (1949) και την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981. Πιο συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τους μελετητές να μελετήσουν τα εξής τρία ερωτήματα:
α) τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των διάφορων εμπλεκόμενων στον καπνικό τομέα (διεθνείς οργανισμοί, κρατικοί θεσμοί, συνδικαλιστικές οργανώσεις, αγροτικές οργανώσεις, εταιρίες)
β) την γεωγραφική κατανομή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή του καπνού και την εμπορευματοποίησή του στην Ελληνική επικράτεια και
γ) τις αλλαγές στην τεχνολογία του καπνικού τομέα και τις διαδικασίες προστιθέμενης αξίας.
Η έρευνα αυτή θα συνεισφέρει στην κατανόηση της Ελληνικής οικονομικής μετάβασης κατά τη μεταπολεμική περίοδο από την οπτική της παραγωγής και των κοινωνικών ομάδων και θεσμών που συμμετείχαν σε αυτή.

Στο τέλος της δεκαετίας του 40, η παραγωγική ανασυγκρότηση της Ελλάδας με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαία. Κεντρικής σημασίας σε αυτή την προσπάθεια ήταν οι εξαγωγές καπνού καθώς αποτελούσαν μια από τις λίγες πηγές συναλλάγματος. Παρόλα, αυτά η διεθνής αγορά τσιγάρων είχε αλλάξει σημαντικά: η Δυτική Γερμανία προτιμούσε τα τσιγάρα αμερικανικού τύπου, το εμπόριο με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχε σταματήσει τελείως, η Τουρκία κάλυπτε τις περισσότερες ανάγκες της αμερικανικής αγοράς για ανατολικά καπνά, ενώ το υψηλότερο κόστος παραγωγής των ελληνικών καπνών δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τις εξαγωγές.

Μεταπολεμικά κυριαρχούσαν τέσσερις τύποι τσιγάρων. Ο πρώτος περιλάμβανε αποκλειστικά καπνά ανατολικού τύπου, ο αγγλικός χρησιμοποιούσε μόνο καπνό Βιρτζίνια, ο γαλλικός χρησιμοποιούσε ένα χαρμάνι από σκούρα και ανατολικά καπνά και ήταν διαδεδομένος σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Βέλγιο, Ελβετία, Ιταλία, Ισπανία), ενώ ο αμερικανικός προτιμούσε καπνά Βιρτζίνια, Μπέρλευ και ανατολικά. Στην Γερμανία, τα τσιγάρα ακολουθούσαν τον αμερικανικό τύπο αλλά χρησιμοποιούσαν σε μεγαλύτερο βαθμό ανατολικά καπνά με αποτέλεσμα ορισμένες φορές να αποκαλούνται ευρωπαϊκά. Η δημοτικότητα του αμερικανικού τύπου οδήγησε στην επέκταση της καλλιέργειας των καπνών Βιρτζίνια και Μπέρλει ενώ επηρέασε και το ποιες ποικιλίες καπνού καλλιεργούνταν στην Ελλάδα. Ενώ στον μεσοπόλεμο ο καπνός τύπου Μπασμά ήταν περιζήτητος από τις καπνοβιομηχανίες του εξωτερικού, μεταπολεμικά η καλλιέργεια ποικιλιών όπως Μπασί Μπαγλί, Καμπάκ Κουλάκ, Μυρωδάτα Σμύρνης, και Σαμψούντας επεκτάθηκε κατά πολύ. Η πιο ουδέτερη γεύση και άρωμα επέτρεπε στις ποικιλίες αυτές να αναμιγνύονται καλύτερα στα χαρμάνια των τσιγάρων, η δε χαμηλότερη τιμή τις έκανε πιο ανταγωνιστικές. Αντίθετα, η καλλιέργεια του Μπασμά υποχωρούσε συνεχώς ακόμα και στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Την ίδια εποχή, η ελληνική οικονομία αντιμετώπιζε και το ζήτημα ότι οι τιμές των αγροτικών προϊόντων δεν αυξάνονταν όσο των βιομηχανικών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να χρειάζεται να εξάγει όλο και μεγαλύτερη ποσότητα καπνού για να να αγοράζει την ίδια ποσότητα μηχανημάτων και βιομηχανικών ειδών. Η αδυναμία της να αυξήσει τις εξαγωγές οδηγούσε σε όλο και μεγαλύτερα εμπορικά ελλείματα ενώ το ισοζύγιο πληρωμών καλυπτόταν από την εισροή ναυτιλιακού συναλλάγματος και μεταναστευτικών εμβασμάτων. Η πτώση των τιμών επιδείνωνε και το βιοτικό επίπεδο των καπνοπαραγωγών. Οι τιμές που έδιναν οι έμποροι αδυνατούσαν να καλύψουν τα έξοδα καλλιέργειας και να ανταμείψουν πλήρως την εργασία που είχαν προσφέρει οι καπνοπαραγωγοί. Τα μεροκάματα που πλήρωναν στους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους ήταν τα μισά από αυτά των εργατών και των υπαλλήλων ενώ το χαμηλότερο κόστος ζωής στην επαρχία εξαιτίας της ιδιοκατανάλωσης δεν επαρκούσε να καλύψει την διαφορά. Παράλληλα, ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του 1940 είχε υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα τους έχοντας χάσει την μισή τους αγοραστική δύναμη. Από την τιμή που εξάγονταν ο καπνός, μόνο το 60% κατέληγε στον παραγωγό, 35% ήταν τα έξοδα επεξεργασίας και τα μεταφορικά, και 5% το κέρδος του καπνεμπορίου.[1] Οι χαμηλές τιμές οδήγησαν κάποιους, ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, να ζητάνε τον περιορισμό της καλλιέργειας του. Παρόλα αυτά, αυτή η λύση βραχυπρόθεσμα δεν θα βοηθούσε τους καπνοπαραγωγούς για τους οποίους η αύξηση της παραγωγής ήταν ο μόνος τρόπος να αυξήσουν το εισόδημα τους.

Ο υπερπληθωρισμός και η υπερεκτιμημένη δραχμή επίσης υπονόμευε τις εξαγωγές. Μέχρι την υποτίμηση του 1953, το κράτος επιδοτούσε τις εξαγωγές αλλά και τα εισοδήματα των καπνοπαραγωγών για να μπορέσει να ανακτηθεί η θέση της Ελλάδας  ως προμηθευτή ανατολικών καπνών. Οι επιδοτήσεις στους παραγωγούς σε μια περίοδο όπου προσπαθήσουν να αυξήσουν τα εισοδήματα τους με κάθε τρόπο, οδήγησε στην καλλιέργεια του καπνού σε ακατάλληλα εδάφη, στην πλημμελή φροντίδα του και στην πτώση της ποιότητας του. Η υποτίμηση της δραχμής το 1953 και η σταθεροποίηση του πληθωρισμού αύξησε τις εξαγωγές με αποτέλεσμα το κράτος να μην χρειαστεί να παρέμβει στην αγορά καπνού το 1953-1955. Τα προβλήματα επανεμφανίστηκαν όμως το 1956. Η σοδειά του 1955 ήταν χαμηλής ποιότητας και εξαιρετικά μεγάλη. Οι τιμές που έδιναν οι έμποροι ήταν σημαντικά χαμηλότερες ενώ αδυνατούσαν να αγοράσουν όλη την παραγωγή. Οι συνθήκες αυτές ανάγκασαν το δημόσιο να παρέμβει στην αγορά και να αγοράσει, μέσω εντολοδόχων και σε ελαφρώς χαμηλότερες τιμές, ένα μέρος της αδιάθετης παραγωγής. Στο επόμενο διάστημα το δημόσιο θα αναγκαστεί να αγοράζει σχεδόν κάθε χρόνο μέρος της παραγωγής καθώς το καπνεμπόριο, οι καπνοβιομηχανίες και η ΣΕΚΕ αδυνατούσαν να την απορροφήσουν. Έτσι, το 1957, παρόλο που η παραγωγή ήταν μικρότερη και καλύτερης ποιότητας, το κράτος χρειάστηκε να αγοράσει κάποια ποσότητα καπνών εσωτερικής κατανάλωσης από το Αγρίνιο. 

Τα οικονομικά προγράμματα του 1960 και 1965 αναδεικνύουν το μεταβατικό στάδιο που βρισκόταν η οικονομία. Οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων ήταν απαραίτητες ώστε να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις στην βιομηχανία, τις μεταφορές και τον τουρισμό.[2] Επιπλέον, ακόμα και μια μικρή επέκταση του πρωτογενή τομέα θα αύξανε την απασχόληση στην επαρχία όπου και κατοικούσε το μεγαλύτερο μέρος του υποαπασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Για το πρόβλημα στις εξαγωγές καπνού, προτάθηκαν τρεις λύσεις: η πρώτη αφορούσε την προώθηση καλλιεργειών οι οποίες είχαν καλύτερες προοπτικές εξαγωγής, η δεύτερη εστίαζε στο να μεγιστοποιηθεί ο όγκος και η αξία των εξαγωγών καπνού, και η τρίτη προωθούσε την υιοθέτηση πολιτικών που στήριζαν το εισόδημα των καπνοπαραγωγών.

Από τον 19ο αιώνα η σταφίδα, το ελαιόλαδο και ο καπνός αποτελούσαν τις πιο προσοδοφόρες επιλογές για τους αγρότες καθώς ήταν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα. Η καλλιέργεια του καπνού απαιτούσε πολλά εργατικά χέρια, ευδοκιμούσε σε σχετικά άγονα, αμμώδη και λοφώδη εδάφη χωρίς πρόσβαση σε νερό που δεν είχαν ανάγκη αγρανάπαυσης. Τα χαρακτηριστικά αυτά επέτρεψαν πολλές οικογένειες στην Βόρεια Ελλάδα να επιβιώνουν με την καλλιέργεια κλήρων μεγέθους 10-20 στρεμμάτων. Την δεκαετία του 1950, το ελληνικό κράτος μπόρεσε να κάνει κάποιες επενδύσεις που είχαν ως σκοπό την βελτίωση των μεταφορών, την αποξήρανση των ελών και την επέκταση του αρδευτικού δικτύου. Σταδιακά όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις ήταν αρδευόμενες με αποτέλεσμα η κτηνοτροφία και οι καλλιέργειες βαμβακιού, οπωροκηπευτικών και ζωοτροφών να επεκταθούν σημαντικά. Μεταξύ των επενδύσεων από το δημόσιο την δεκαετία του 1950 και 1960 ήταν και η κατασκευή εργοστασίων παραγωγής ζάχαρης που θα επέτρεπαν στην χώρα να σταματήσει τις εισαγωγές. Επιπλέον, η κατασκευή της λαχαναγοράς στην Αθήνα, η εξάπλωση των οικιακών ψυγείων και η αγορά βαγονιών και  φορτηγών ψυγείων έδωσε σημαντική ώθηση στην κατανάλωση και στην εξαγωγή φρούτων και λαχανικών. Η επέκταση της κτηνοτροφίας ώστε η χώρα να καλύπτει αυξημένο μέρος των αναγκών της σε κρέας και γαλακτοκομικά ήταν επίσης στόχος των οικονομικών προγραμμάτων.

Ο περιορισμός της καλλιέργειας του καπνού ήταν ένα επιπλέον μέτρο που υιοθετήθηκε. Με σειρά νόμων που εκδόθηκαν από το 1956, η καλλιέργεια περιοριζόταν σε όσους ήταν ήδη παραγωγοί ενώ και αυτοί μπορούσαν να καλλιεργούν μόνο ένα μέρος της γης τους. Παρόλα αυτά, το κράτος δεν ήταν σε θέση να ελέγξει πόση έκταση πραγματικά καλλιεργούσε ο κάθε παραγωγός με αποτέλεσμα η παραγωγή να αυξάνεται διαρκώς αν και φαινόταν τα καλλιεργούμενα στρέμματα να είναι τα ίδια. Αυτό οδήγησε το 1965 να αλλάξει το σύστημα και να οριστεί μια συγκεκριμένη ποσότητα που είχε δικαίωμα να πουλήσει ο κάθε παραγωγός. Παρόλο που το συγκεκριμένο σύστημα θα μπορούσε να φέρει αποτελέσματα, αποσύρθηκε μετά από έναν χρόνο. Η μετανάστευση ήταν μια επιλογή για όσους δεν μπορούσαν πια να καλλιεργούν καπνό. Παρόλο που πόλεις όπως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη γιγαντώθηκαν αυτό το διάστημα, ο δευτερογενής τομέας, οι κατασκευές και οι μεταφορές αδυνατούσαν να απασχολήσουν όλο το πλεονάζον εργατικό δυναμικό. Πολλοί προτίμησαν την μετανάστευση στο εξωτερικό αλλά και αυτή η επιλογή απαιτούσε κάποιες αποταμιεύσεις ή την εξασφάλιση μιας δουλειάς από πριν ή την ύπαρξη συγγενών στον τόπο προορισμού. Πολλοί από τους καπνοπαραγωγούς δεν είχαν την δυνατότητα να μεταναστεύσουν καθώς τα εισοδήματα κάλυπταν με δυσκολία τις ανάγκες τους.

Η δεύτερη δέσμη πολιτικών είχε ως στόχο την αύξηση των εξαγωγών. Η πιο σημαντική αγορά για τα ελληνικά καπνά παρέμενε η αμερικάνικη καθώς οι καπνοβιομηχανίες των ΗΠΑ αγοράζαν τα πιο ποιοτικά καπνά της χώρας (πρώτου και δευτέρου βαθμού) ενώ καθόριζαν και τις τιμές και για τα καπνά τρίτου και τετάρτου βαθμού που τροφοδοτούσαν την ευρωπαϊκή και εσωτερική αγορά. Μετά τις ΗΠΑ, οι πιο σημαντικές αγορές την δεκαετία του 50 ήταν η Δυτική Γερμανία, η Αυστρία, η Σουηδία, η Ελβετία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Παρόλα αυτά σε αυτές τις χώρες, τα τσιγάρα αμερικανικού τύπου ήταν πολύ δημοφιλή με αποτέλεσμα να εισάγουν μεγάλες ποσότητες καπνών Βιρτζίνια και Μπέρλευ. Μια σειρά από εμπορικές συμφωνίες από την δεκαετία του 1950 βελτίωσαν κάπως τις ελληνικές εξαγωγές. Το εμπόριο με την Δυτική Γερμανία ξεκίνησε το 1949, ενώ οι συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας που υπογράφτηκαν την δεκαετία του 50 προωθούσαν την εξαγωγή σημαντικών ποσοτήτων καπνού. Η πίεση της Γερμανικής κυβέρνησης στης καπνοβιομηχανίες της να χρησιμοποιούν μεγαλύτερες ποσότητες ανατολικών καπνών οδήγησε στην εμφάνιση του τσιγάρου ευρωπαϊκού τύπου το οποίο είχε τα ίδια καπνά με το αμερικάνικο χαρμάνι αλλά μεγαλύτερη ποσότητα ανατολικού καπνού. Αν και η Ελλάδα ήταν ο μεγαλύτερος προμηθευτής ανατολικών καπνών στην Γερμανία, σημαντικές ποσότητες εξήγαγε και η Τουρκία. Παράλληλα, εμπορικές συμφωνίες με κράτη του ανατολικού μπλοκ αύξησαν τις εξαγωγές καπνού αλλά προϋπόθεταν την εισαγωγή βιομηχανικών προϊόντων και κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που δεν ήταν πάντα εύκολο να πουληθούν στην ελληνική αγορά. Η Ελλάδα, σε συνεργασία με την Τουρκία, πίεσαν την Μεγάλη Βρετανία να χρησιμοποιεί καπνό ανατολικού τύπου στα τσιγάρα της. Αυτό συνέβη για ένα σύντομο διάστημα στα 1950 αλλά το κοινό προτιμούσε τσιγάρα που είχε μόνο καπνό Βιρτζίνια τον οποίο εισήγαγε από τις (πρώην) αποικίες της όπως η Ζάμπια, το Μαλάουι και η Ζιμπάμπουε. Η δημοτικότητα των αμερικάνικων τσιγάρων επέτρεψε τον ελληνικό καπνό να πουλιέται και σε καινούργιες αγορές όπως η Ιαπωνία. Τέλος, η συμφωνία διασύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1961 δημιούργησε προσδοκίες ότι ο ελληνικός καπνός θα είχε προνομιακή πρόσβαση στην κοινή αγορά. Ωστόσο, οι ΗΠΑ και η Τουρκία μπορούσαν επίσης να εξάγουν τον καπνό τους χωρίς να πληρώνουν δασμούς ενώ σημαντικό μέρος της κατανάλωσης καλυπτότανε από την παραγωγή της Ιταλίας και της Γαλλίας. Τέλος, ο σκούρος καπνός από την Νότια και Κεντρική Αμερική, αν και πιο χαμηλής ποιότητας, ήταν σημαντικά πιο φθηνός από τα ελληνικά καπνά παρόλο τους δασμούς που τον επιβάρυνε. Την δεκαετία του 1960 ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού (ΕΟΚ) προώθησε την καλλιέργεια καπνών Βιρτζίνια και Μπέρλευ στην Ελλάδα αν και απαιτούσαν σημαντικές επενδύσεις σε εξοπλισμό ενώ παρέμεναν αρκετά πιο ακριβά από ανταγωνίστριες χώρες στην Αφρική και την Κεντρική και Νότια Αμερική.

Η στήριξη των καπνοπαραγωγών εξυπηρετούσε και ευρύτερους σκοπούς. Στο μετεμφυλιοπολεμικό και ψυχροπολεμικό κλίμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα του 1950, το ελληνικό κράτος θεωρούσε σημαντικό ο πληθυσμός κοντά στα βόρεια τα σύνορα να μην μεταναστεύσει μαζικά. Παράλληλα, την εποχή της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στις καπνοπαραγωγικές περιοχές. Τέλος, οι περισσότεροι καπνοπαραγωγοί της Ξάνθης ήταν μουσουλμάνοι. Η εμφάνιση του συνεταιριστικού αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο εκφραζόταν από την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕΓΕΣ), έδωσε σημαντική ώθηση στην υιοθέτηση αυτών των πολιτικών. Από την δεκαετία του 1940 απαιτούσε την δημιουργία ενός κρατικού μονοπωλίου για την εξαγωγή και εμπορία καπνού κάτω από τον έλεγχο των συνεταιρισμών και με την Συνεταιριστική Ένωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδος (ΣΕΚΕ) στο πυρήνα του. Αν και ο Β. Ιλαντζής, ένας από τους ηγέτες του αγροτοσυνδικαλιστικού κινήματος, είχε στενές σχέσεις με τον πολιτικό χώρο του κέντρου, το Λαϊκό Κόμμα και η ΕΡΕ στήριζαν το συνεταιριστικό κίνημα ως απάντηση στην απήχηση των ιδεών της αριστεράς.

Όλα αυτά τα ζητήματα έκαναν απαραίτητη την μόνιμη στήριξη των καπνοπαραγωγών. Η ίδρυση του Εθνικού Οργανισμού Καπνού (ΕΟΚ) το 1957 και η σταδιακή εμφάνιση ενός πλέγματος πολιτικών εξυπηρετούσαν αυτό τον σκοπό. Ο ΕΟΚ ενσωμάτωνε τον Αυτόνομο Οργανισμό Εθνικού Καπνού (ΑΟΕΚ) ενώ είχε ως κύριους σκοπούς την παρέμβαση του στην αγορά καπνού, την απορρόφηση των αδιάθετων ποσοτήτων, τον καθορισμό της καλλιεργήσιμης γης, τον ορισμό τιμών ασφαλείας και τον καθορισμό των ημερομηνιών όπου επιτρεπόταν οι αγοραπωλησίες καπνού μεταξύ παραγωγών και εμπόρων. Πριν ο ΕΟΚ ιδρυθεί το καλοκαίρι του 1957, το δημόσιο είχε αναγκαστεί δυο συνεχόμενες χρονιές, το 1956 και 1957, να αγοράσει τις αδιάθετες ποσότητες καπνού.

Παρόλες τις έντονες αντιδράσεις της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΚΟΕ), η ίδρυση του ΕΟΚ απολάμβανε ευρεία πολιτική στήριξη. Κατά την διάρκεια της ψήφισης του νομοσχεδίου, ελάχιστοι βουλευτές εναντιωθήκανε στην ίδρυση του ΕΟΚ ενώ αρκετοί υιοθετήσαν πλήρως τις θέσεις της ΠΑΣΕΓΕΣ για την ίδρυση κρατικού μονοπωλίου. Επιπλέον, ζητούσαν ο ΕΟΚ να αγοράζει καπνό παράλληλα με το καπνεμπόριο ώστε να μην διαμορφώνονται υπερβολικά χαμηλές τιμές από τους εμπόρους μέσω μονοπωλιακών πρακτικών. Τέλος υποστήριζαν ότι αν δεν υπήρχαν περιορισμοί μέχρι πότε οι έμποροι μπορούσαν να αγοράζουν καπνό, τότε μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την ανάγκη των παραγωγών να αγοράσουν σπόρο για την νέα σοδειά την άνοιξη. Καθώς η παροχή χαμηλότοκων καλλιεργητικών δανείων από την ΑΤΕ δεν επαρκούσε, οι παραγωγοί αναγκάζονταν να πουλάνε την σοδειά τους σε πολύ χαμηλές τιμές.

Η ΚΟΕ υποστήριζε ότι η καθιέρωση της κρατικής παρέμβασης θα έβλαπτε τις εξαγωγές καπνού. Αν και το δημόσιο είχε διακηρύξει ότι οι τιμές ασφαλείας θα ακολουθούσαν τις τιμές της αγοράς, οι καπνέμποροι υποστήριζαν ότι η ανάγκη εξυπηρέτησης μικροπολιτικών συμφερόντων θα οδηγούσε τον ΕΟΚ να τις ορίζει πολύ πιο ψηλά και οι παραγωγοί δεν θα επιθυμούσαν να πωλούν στο καπνεμπόριο. Οι καπνέμποροι επίσης υποστήριζαν ότι, εάν δεν μπορούσαν να αγοράζουν καπνό όποτε χρειαζόταν, μειωνόταν η δυνατότητα τους να κλείνουν συμφωνίες και υπονομεύονταν η προοπτική των ελληνικών εξαγωγών καθώς δεν διατηρούσαν μεγάλα αποθέματα καπνού στις αποθήκες τους. Μέρος της εκστρατείας τους ήταν και η συνέντευξη του επικεφαλής του Γερμανικού μονοπωλίου Ρέμτσα οποίος προειδοποιούσε ότι οι τιμές ασφαλείας θα οδηγούσαν σε πτώση της ποιότητας.[3]

Σταδιακά ο ΕΟΚ απέκτησε όλο και μεγαλύτερο ρόλο στην αγορά καπνού. Από το 1958 ξεκίνησε την ποιοτική βαθμολόγηση του καπνού που ήταν στα χέρια των παραγωγών από εξειδικευμένους καπνοτεχνίτες. Για κάποιο διάστημα ο ΕΟΚ αγόραζε τον πολύ χαμηλής ποιότητας καπνό, γνωστό ως «σκάρτα ή ούτσια», ώστε οι παραγωγοί να διαθέτουν μόνο τις καλύτερες παρτίδες στο καπνεμπόριο. Από το 1959, ο ΕΟΚ σταμάτησε να χρησιμοποιεί εντολοδόχους για την συγκέντρωση των αδιάθετων καπνών ενώ από το 1962 συγκέντρωνε και τον εμπορικά επεξεργασμένο καπνό που δεν είχε εξαχθεί. Το 1961 και το 1962, η Ελλάδα μπόρεσε να εξαγάγει το σύνολο της παραγωγής της σε πολύ καλές τιμές. Η επιδημία του περονόσπορου έπληξε πολύ έντονα την Τουρκία και την Βουλγαρία και είχε δημιουργήσει έλλειψη ανατολικών καπνών. Δυστυχώς από το 1963 και μετά η πίεση από τους εμπόρους για μείωση των τιμών ήταν πολύ έντονη. Εν μέσω μιας ταραγμένης πολιτικά περιόδου (δολοφονία Λαμπράκη κτλ.), εκδηλώθηκαν δυναμικές διαμαρτυρίες ενώ οι καπνοπαραγωγοί του Ξηρόμερου Αιτωλοακαρνανίας θρήνησαν και έναν νεκρό. Ο ορισμός πολύ υψηλών τιμών ασφαλείας από τον ΕΟΚ το 1963 προστάτεψε τους παραγωγούς από τις μειώσεις ενώ τα επόμενα χρόνια ο ΕΟΚ χρειάστηκε να αγοράζει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες με σημαντικό δημοσιονομικό κόστος.

Εν τέλει, και παρόλες τις προσπάθειες, οι εξαγωγές καπνού δεν ακολουθούσαν την αύξηση στην κατανάλωση τσιγάρων ενώ και η δε αξία τους ήταν όλο και μικρότερη. Αυτό ενίσχυε τις απόψεις διαφόρων πολιτικών και οικονομολόγων πως οι πολιτικές εκβιομηχάνισης, οι επενδύσεις στον τουρισμό και οι κατασκευές ήταν πιο υποσχόμενες επιλογές για την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο των εισοδημάτων μιας και οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, όπως ο καπνός, είχαν εξαντλήσει την δυναμική τους.[4]

Παραπομπές:

1] Νικόλαος Β. Πάτρας, Καπνική Οικονομία και Καπνική Πολιτική, Θεσσαλονίκη, 1954, σ. 31, υποσημείωση 3. Θαλής Β. Ανδρεάδης. Σκέψεις γύρω από το σύγχρονο πρόβλημα του ελληνικού καπνού. Αθήνα: 1967, σ. 155.

[2] Πενταετές πρόγραμμα οικονομικής αναπτύξεως της χώρας (1961-1965), Αθήναι: 1960. Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), Σχέδιο προγράμματος οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος (1966-1970), Αθήναι: 1965.

[3] Οικονομικός Ταχυδρόμος, 30 Μαΐου 1957, σ. 16.

[4] Σχέδιο προγράμματος οικονομικής αναπτύξεως της Ελλάδος (1966-1970), σ. 77-79; Jeffrey, B. Nugent. “Economic Thought, Investment Criteria, and Development Strategies” in Greece: A Postwar Survey”, Economic Development and Cultural Change, Vol. 15, No. 3 (Apr. 1967), pp. 331-335, p. 331.

Το ερευνητικό έργο υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της Δράσης «2η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτορικών Ερευνητών/τριών» (Αριθμός Έργου: 51)

Από τα ελληνικά καπνά στο αμερικανικό τσιγάρο: μετασχηματισμοί στην ελληνική καπνοβιομηχανία της μεταπολεμικής περιόδου (1950-1980)

Νίκος Αλέξης

Yποψήφιος διδάκτορας ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.  Ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στη Σύγχρονη Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, το 2019. Η διδακτορική του διατριβή εστιάζει στην τεχνολογική ανεργία και το ζήτημα της εκμηχάνισης, στην Ελλάδα της περιόδου 1900-1940. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών του σπουδών έλαβε υποτροφίες από τον ΕΛΚΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ εργάστηκε στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών (ΙΤΕ), στο πλαίσιο του μεταδιδακτορικού ερευνητικού προγράμματος «Ηθική Οικονομία: Ζητήματα ηθικής στον δημόσιο λόγο σχετικά με την αγορά και το κέρδος, Ελλάδα τέλος 19ου αιώνα – πρώτο μισό 20ου αιώνα». Συνεχίζει να εργάζεται στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ως υποψήφιος διδάκτορας.

Εισαγωγικά στοιχεία:

Ο σκοπός αυτής της ερευνητικής πρότασης είναι η ιστορική ανάλυση του Ελληνικού καπνικού τομέα την περίοδο μεταξύ του τέλους του εμφύλιου πολέμου (1949) και την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1981. Πιο συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τους μελετητές να μελετήσουν τα εξής τρία ερωτήματα:
α) τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των διάφορων εμπλεκόμενων στον καπνικό τομέα (διεθνείς οργανισμοί, κρατικοί θεσμοί, συνδικαλιστικές οργανώσεις, αγροτικές οργανώσεις, εταιρίες)
β) την γεωγραφική κατανομή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την παραγωγή του καπνού και την εμπορευματοποίησή του στην Ελληνική επικράτεια και
γ) τις αλλαγές στην τεχνολογία του καπνικού τομέα και τις διαδικασίες προστιθέμενης αξίας.
Η έρευνα αυτή θα συνεισφέρει στην κατανόηση της Ελληνικής οικονομικής μετάβασης κατά τη μεταπολεμική περίοδο από την οπτική της παραγωγής και των κοινωνικών ομάδων και θεσμών που συμμετείχαν σε αυτή.

Από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα,  οπότε και ξεκίνησε η παραγωγή του, το ελληνικό τσιγάρο παρασκευαζόταν από καπνά που καλλιεργούνταν στο εσωτερικό της χώρας. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση των «Νέων Χωρών» διαμορφώθηκε σταδιακά ένας γεωγραφικός (αλλά και ποιοτικός) διαχωρισμός. Τα καπνά της Μακεδονίας και της Θράκης προορίζονταν για εξαγωγή (εξαγώγιμα) ενώ εκείνα της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, τα οποία αποκαλούνταν «εσωτερικής καταναλώσεως», απορροφούνταν στην πλειοψηφία τους από την ελληνική καπνοβιομηχανία.[1] Οι ποικιλίες «εσωτερικής καταναλώσεως» ήταν, λοιπόν, διαφορετικές από εκείνες που προορίζονταν για εξαγωγή με αποτέλεσμα το χαρμάνι του ελληνικού τσιγάρου να διαφέρει από εκείνο των καπνιστικών προϊόντων άλλων χωρών, ακόμα και εκείνων που παρήγαγαν τσιγάρα με αμιγώς ανατολικά καπνά.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται η μεταστροφή των καπνιστικών συνηθειών σε ευρωπαϊκή αν όχι σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ποικιλίες των ανατολικών καπνών, ανάμεσα στις οποίες και τα ελληνικά, άρχισαν να υποχωρούν στις διεθνείς αγορές. Τα αμερικανικά βιρτζίνια και μπέρλεϋ κέρδισαν έδαφος και κατ’ επέκταση αυξήθηκε  η κατανάλωση του τσιγάρου αμερικανικού τύπου (American blend).[2] Η Δυτική Γερμανία αποτέλεσε το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα υιοθέτησης των νέων καπνιστικών συνηθειών ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι και η Βουλγαρία, η βασική τροφοδότης του ανατολικού μπλοκ σε τσιγάρο, είχε αρχίζει να πειραματίζεται με την παραγωγή τσιγάρων αμερικανικού τύπου από τη δεκαετία του 1960.[3] Όπως θα αναδειχθεί στη συνέχεια του άρθρου, οι διεθνείς εξελίξεις απασχόλησαν σύντομα και την ελληνική καπνοβιομηχανία.

Η ελληνική βιομηχανία τσιγάρου απαρτιζόταν κατά τη μεταπολεμική περίοδο από τέσσερις μεγάλες (Παπαστράτος, Αφοί Καρέλια, Κεράνη, Αφοί Ματσάγγου), δύο μεσαίου μεγέθους (Γεωργιάδη, Αφοί Κωνσταντίνου) και ορισμένες μικρές επιχειρήσεις (καπνοβιομηχανίες Ξάνθης, Καβάλας, Ρόδου και άλλες).[4] Παρότι οι εταιρείες αυτές ήταν κατά βάση ιδιωτικές, το πλαίσιο της λειτουργίας τους προσδιοριζόταν αυστηρά από το κράτος.[5] Οι κυβερνήσεις όριζαν, λοιπόν, τις κατηγορίες (ποιότητες) τσιγάρου που επιτρεπόταν να κυκλοφορούν, την ανώτερη τιμή πώλησης για κάθε κατηγορία, το ποσοστό του φόρου αλλά και το μερίδιο της αμοιβής των λιανοπωλητών. Περίπου τα 2/3 της τελικής τιμής εισπράττονταν ως φόρος από το κράτος, ενώ οριζόταν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο και η τιμή των καπνών.[6]

Η παραγωγή των ελληνικών καπνοβιομηχανιών κατευθυνόταν κυρίως προς την εσωτερική αγορά ενώ ο όγκος των εξαγωγών ήταν ιδιαίτερα χαμηλός. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν αποτελούσε ελληνική ιδιαιτερότητα, εφόσον τα περισσότερα κράτη είχαν θεσπίσει υψηλούς δασμούς για τα εισαγόμενα τσιγάρα με στόχο να προστατεύσουν τις εγχώριες καπνοβιομηχανίες τους και τα δημόσια έσοδα.[7] Εφόσον, λοιπόν, οι επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να αποφασίζουν ελεύθερα για την τιμή των προϊόντων τους και την ίδια στιγμή ήταν «εγκλωβισμένες» στα όρια που έθετε η εσωτερική αγορά η βελτίωση της κερδοφορίας τους ήταν άμεσα εξαρτημένη από το κόστος της παραγωγής και την αξία των πρώτων υλών.

Σε αυτό το πλαίσιο η τιμή των καπνών εσωτερικής καταναλώσεως εξελίχθηκε σε κεντρικό ζήτημα, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 1960. Από την αρχή της δεκαετίας αυτής παρατηρείται αύξηση στο κόστος των καπνών, η οποία και συνδυάστηκε με την πεποίθηση των καλλιεργητών ότι μπορούσαν να επιτύχουν καλύτερες τιμές και να βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο. Χαρακτηριστικές υπήρξαν οι κινητοποιήσεις του 1962 και τα γεγονότα του Ξηρόμερου της Αιτωλοακαρνανίας ενώ η αποφασιστικότητα να μην  υποχωρήσουν στις πιέσεις της καπνοβιομηχανίας για πτώση των τιμών παρατηρείται και τα επόμενα χρόνια. Το 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου αποφάσισε να θεσπίσει το καθεστώς άμεσου προσδιορισμού της τιμής των καπνών εσωτερικής καταναλώσεως από το κράτος. Ενώ όμως η παρέμβαση του κράτους μπόρεσε να συγκρατήσει την τάση αύξησης της παραγωγής οι τιμές των καπνών δεν υποχώρησαν.

Εφόσον οι καπνοβιομηχανίες δεν μπορούσαν να απευθυνθούν σε νέες αγορές και  αδυνατούσαν να περιορίσουν το κόστος της παραγωγής και των πρώτων υλών, η παραγωγή νέων προϊόντων αποτέλεσε μια από τις λιγοστές εναλλακτικές λύσεις που διέθεταν για να βελτιώσουν τη θέση τους. Εξάλλου η κατανάλωση του τσιγάρου αυξανόταν (σχεδόν) σταθερά σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο με αποτέλεσμα την ένταση του  ανταγωνισμού ανάμεσα στις επιχειρήσεις για την κάλυψη της πρόσθετης ζήτησης. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού στα πλαίσια της μεταπολεμικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ενίσχυσε, πιθανότατα, την εντύπωση ότι το καπνιστικό κοινό θα υποδεχόταν θετικά τα νέα και ακριβότερα καπνιστικά προϊόντα που θα του προσφέρονταν.

Το «παραδοσιακό» ελληνικό τσιγάρο δεν διαφοροποιούνταν από εκείνα που κυκλοφορούν σήμερα στην ελληνική αγορα μονάχα εξαιτίας της περιεκτικότητας του χαρμανιού του σε ανατολικά καπνά. Είχε διαφορετικό σχήμα καθώς ήταν συνήθως πλατύ και όχι στρογγυλό ενώ ήταν μικρότερο σε μήκος και περιείχε μεγαλύτερη ποσότητα καπνού.[8] Η συσκευασία του, όπως διαπιστώνεται και από τις πολυάριθμες διαφημίσεις που περιέχονται στο βιβλίο του Μανου Χαριτάτου και της Πηνελόπης Γιακουμάκη είχε συνήθως το σχήμα κασετίνας.[9] Τέλος, μέχρι τη δεκαετία του 1950, το τσιγάρο ελληνικού τύπου δεν διέθετε ενσωματωμένο φίλτρο.

Η εισαγωγή τσιγάρων με φίλτρο αποτέλεσε, λοιπόν, ένα πρώτο σημαντικό βήμα προς την τροποποίηση των καπνιστικών συνηθειών. Αυτός ο τύπος είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής ανά τον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εφόσον θεωρούνταν λιγότερο επιβλαβής για την υγεία. Στην Ελλάδα η παραγωγή τσιγάρων φίλτρου ξεκίνησε από την Παπαστράτος τον Ιούνιο του 1957. Το προβάδισμα απέναντι στις άλλες καπνοβιομηχανίες υπήρξε πολύ σύντομο και σε διάστημα 5 μηνών είχαν προχωρήσει στην παραγωγή του σχεδόν όλες οι μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι Έλληνες καπνιστές ήταν επιφυλακτικοί καθώς θεωρούσαν ότι περιείχε καπνά κατώτερης ποιότητας, όμως η κατανάλωση του άρχισε να αυξάνεται με το πέρασμα στη δεκαετία του 1960.

Η εισαγωγή του φίλτρου μετέβαλε πάντως και το παραδοσιακό σχήμα του τσιγάρου, το οποίο έπρεπε να γίνει πλέον στρογγυλό. Η αλλαγή αυτή δεν είναι η μοναδική που παρατηρείται με το πέρασμα στη δεκαετία του 1960.  Οι καπνοβιομηχανίες άρχισαν να υιοθετούν διάφορες καινοτομίες από το εξωτερικό όσον αφορά τα μέγεθος και τη συσκευασία των προϊόντων τους. Χρησιμοποιούσαν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό κουτιά αμερικανικού τύπου, σκληρά και μαλακά, ενώ σταδιακά ξεκίνησαν και την παραγωγή τσιγάρων μήκους 75, 85 και έπειτα 100 χιλιοστών.[10] Βέβαια οι τροποποιήσεις αφορούσαν προς το παρόν την εμφάνιση ενώ το περιεχόμενο συνέχισε να αποτελείται από ανατολικά καπνά.

Η παραγωγή τσιγάρων αμερικανικού τύπου (American blend) από την ελληνική καπνοβιομηχανία ξεκίνησε το 1965 με το Old Navy της Παπαστράτος. Αν και η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να αναβάλει την παραγωγή του νέου τσιγάρου λόγω του ζητήματος των καπνών εσωτερικής καταναλώσεως, η επιχείρηση προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας από το οποίο και δικαιώθηκε.[11] Την ίδια περίπου περίοδο δρομολογήθηκε άλλωστε και η συμφωνία της Παπαστράτος με τη γερμανική καπνοβιομηχανία Reemtsma για την παραγωγή του τσιγάρου Astor στην Ελλάδα. Στα δύο αυτά τσιγάρα αμερικανικού τύπου προστέθηκε σύντομα το Oscar της Κεράνη, με άρωμα καπνών βιρτζίνια.

Τα τσιγάρα αυτά είχαν πολύ χαμηλή ζήτηση κατά τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας τους στην Ελλάδα, γεγονός που διέψευσε προηγούμενες εκτιμήσεις ότι οι Έλληνες καπνιστές θα αποδεικνύονταν επιρρεπείς προς τις νέες καπνιστικές συνήθειες. Επιπρόσθετα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ελληνικές παραλλαγές του αμερικανικού τσιγάρου δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν, τουλάχιστον κατά τα πρώτα χρόνια, ούτε τον στόχο της αύξησης των εξαγωγών, ο οποίος και αποτέλεσε μια από τις βασικές προσδοκίες που είχαν συνδεθεί με την παραγωγή τους.

Λίγα χρόνια μετά την έναρξη της παραγωγής των τσιγάρων αμερικανικού τύπου ξεκίνησαν οι επαφές των ελληνικών επιχειρήσεων με τις διεθνείς καπνοβιομηχανίες για την παραγωγή διεθνών σημάτων στην Ελλάδα, μέσω συμφωνιών licensing. Με αυτό τον τρόπο οι ελληνικές καπνοβιομηχανίες προσπάθησαν να προλάβουν τις εξελίξεις, εφόσον εκτιμούνταν πως η μείωση των δασμών στο πλαίσιο της σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα θα ευνοούσε την «εισβολή» των ξένων καπνοβιομηχανιών στην ελληνική αγορά. Βέβαια η παραγωγή των ξένων σημάτων εκλαμβανόταν από την εκάστοτε επιχείρηση και σαν ευκαιρία για να βελτιώσει τη θέση της στην αγορά ή έστω για να μην υποχωρήσει έναντι του ανταγωνισμού. H Καρέλια ξεκίνησε λοιπόν την παραγωγή του Winston το 1974, σε συνεργασία με τη Reynolds. Το 1975 η Παπαστράτος άρχισε να παράγει το Marlboro σε συμφωνία με τη Philip Morris ενώ το ίδιο έτος ξεκίνησε η παραγωγή του Kent από την Κεράνη  για λογαριασμό της Lorillard.

Οι διαπραγματεύσεις που αποσκοπούσαν στην παραγωγή τσιγάρων αμερικανικού τύπου για την ελληνική αγορά, αποδείχτηκαν μακροσκελείς στον χρόνο, εφόσον προϋπέθεταν τη διευθέτηση νομικών ζητημάτων και επίσης συμφωνία για τους ακριβείς όρους της συνεργασίας.[12] Αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποτέλεσαν και τα  χαρακτηριστικά των διεθνών αυτών προϊόντων, όπως για παράδειγμα η περιεκτικότητα σε ελληνικά καπνά και η χρήση εγχώριων πρώτων υλών. Όπως προκύπτει από τις διαπραγματεύσεις της Κεράνης με τη Lorillard, η ελληνική καπνοβιομηχανία δεν εκβιάστηκε να υπακούσει στους όρους που έθεσαν οι πολυεθνικές αλλά κατόρθωσε να επιβάλλει τις δικές της θέσεις όσον αφορά διάφορες παραμέτρους της τελικής συμφωνίας.

Η πώληση του τσιγάρου blended άρχισε να εντείνεται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 1970, όμως μονάχα την δεκαετία του 1980 μπόρεσε να ανταγωνιστεί σε σημαντικό βαθμό το ελληνικό τσιγάρο. Ακόμα και στο τέλος της δεκαετίας του 1980 το τσιγάρο με ανατολικά καπνά διατηρούσε το 1/3 περίπου της κατανάλωσης. Η προώθηση των νέων προϊόντων επιτεύχθηκε με δαπανηρές διαφημιστικές εκστρατείες ενώ για την παραγωγή τους είχαν απαιτηθεί σημαντικές επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό. Η ικανότητα των επιχειρήσεων να αποσβέσουν αυτές τις δαπάνες δεν ήταν δεδομένη, αν ληφθεί υπόψη ο αργός ρυθμός με τον οποίο άλλαζαν τις συνήθειες τους οι καπνιστές και η χαμηλή απήχηση που γνώρισαν προϊόντα όπως το Winston και το Kent. Η συνεργασία με τις αμερικανικές επιχειρήσεις φαίνεται να ωφέλησε σε μεγαλύτερο βαθμό την Παπαστράτος εφόσον το Marlboro πέτυχε σύντομα αξιόλογες πωλήσεις στην ελληνική αγορά.

Η επιλογή της ελληνικής καπνοβιομηχανίας να προχωρήσει στην παραγωγή νέων τύπων τσιγάρου επήλθε ως αποτέλεσμα της πίεσης που της ασκούνταν από το διεθνές περιβάλλον. Επιπρόσθετα όμως συνδέθηκε με την προσπάθεια των ελληνικών επιχειρήσεων να ξεπεράσουν τα όρια που τους έθετε η εγχώρια αγορά. Η προσδοκία αυτή που διατυπώθηκε από την πρώτη περίοδο της παραγωγής των τσιγάρων αμερικανικού άρχισε να γίνεται πραγματικότητα από τη δεκαετία του 1980 και εξής, οπότε και παρατηρείται αξιόλογη αύξηση των εξαγωγών για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής καπνοβιομηχανίας.[13]

Οι συνεργασίες των ελληνικών επιχειρήσεων με τις Philip Morris (Παπαστράτος), Reynolds (Καρέλια) και British American Tobacco (Κεράνης) αποδείχτηκαν στρατηγικής σημασίας με βάση τη διάρκεια τους στον χρόνο, δεν είχαν ωστόσο την ίδια κατάληξη.[14] Από τη δεκαετία του 1970 εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον των διεθνών καπνοβιομηχανιών για την αμεσότερη εμπλοκή τους στις ελληνικές επιχειρήσεις, μέσα από την εξαγορά μετοχών. Τα σχέδια αυτά δεν προχώρησαν άμεσα ενώ οι συνεργασίες είχαν διαφορετική κατάληξη στο βάθος του χρόνου. Η Παπαστράτος εξαγοράστηκε το 2003 από τη Philip Morris ενώ οι Αφοί Καρέλια και η Κεράνης διέκοψαν τη συνεργασία τους με τις J. R. Reynolds και British American Tobacco περίπου στο γύρισμα της χιλιετίας. Η Αφοί Καρέλια μπόρεσε να συνεχίσει την πορεία της με επιτυχία ενώ η Κεράνης αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και οδηγήθηκε σε οριστικό κλείσιμο το 2006.

Παραπομπές:

[1] Ενδεικτικά βλ. Theologos Labrianides, Industrial Location in Capitalist Societies: The Tobacco Industry in Greece, 1880 – 1980, Διδακτορική Διατριβή, Λονδίνο, 1982, σ. 126. Επίσης για την καπνοβιομηχανία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου: Βασίλης Θασίτης, Η ελληνική βιομηχανία σιγαρέττων, 1962. Ένα μεγάλο μέρος των πληροφοριών που αξιοποιεί το παρόν άρθρο προέρχεται από το περιοδικό Καπνική Επιθεώρησις ενώ χρησιμοποιούνται και οι εφημερίδες Οικονομικός Ταχυδρόμος, Το Βήμα, Ελευθερία.

[2] Τα τσιγάρα American blend περιείχαν ανατολικά καπνά σε ποσοστό 10-15%.

[3] Mary Neuburger, Balkan Smoke: Tobacco and the Making of Modern Bulgaria, Ιθάκη και Λονδίνο, 2013, σ. 214.

[4] Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις κάλυπταν ανάλογα με την περίοδο το 10-15% της εγχώριας αγοράς. Η καπνοβιομηχανία Ματσάγγου υποχωρούσε σταδιακά κατά τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το οριστικό κλείσιμο της το 1972. Βλ. Θανάσης Μπέτας, «Καπνοβιομηχανία Ματσάγγος εν Βόλω, 1918-1972»: Εργασια και επιβίωση στο Βόλο, Διδακτορική Διατριβή (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), Βόλος, 2015.

[5] Υπήρξαν και περιπτώσεις κρατικοποίησης μικρών καπνοβιομηχανιών καθώς και της Αφοί Ματσάγγου.

[6] Όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο υπήρχαν μικρές αποκλίσεις στο πέρασμα του χρόνου και ανάλογα με την πολιτική του εκάστοτε καθεστώτος/κυβέρνησης αν και αυτές ελάχιστα διαφοροποιούσαν τη γενική εικόνα.

[7] Αρκετές χώρες είχαν επιβάλλει και καθεστώς κρατικού μονοπωλίου στον κλάδο του καπνού.

[8] Τόσο το επιτρεπόμενο μήκος όσο και η περιεκτικότητα σε καπνό ορίζονταν από το νομοθετικό πλαίσιο.

[9] Μάνος, Χαριτάτος και Πηνελόπη Γιακουμάκη, Ιστορία του ελληνικού τσιγάρου, Αθήνα, 1998.

[10] Η εισαγωγή των νέων παραλλαγών τσιγάρου προϋπέθετε πάντως και διάφορες τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο.

[11] Εφημερίδα Ελευθερία, 21.10.1965.

[12] Για τις διαπραγματεύσεις αυτές υπάρχουν χρήσιμες πληροφορίες στη βάση δεδομένων Truth Tobacco Industry Documents (https://www.industrydocuments.ucsf.edu/tobacco/), όπου μπορεί να γίνει αναζήτηση με όρους κλειδιά. Η βάση περιέχει αρχεία των British American Tobacco, Lorillard, Philip Morris, RJ Reynolds και άλλων επιχειρήσεων.

[13] Ο όγκος των εξαγωγών ήταν ιδιαίτερα χαμηλός σε όλη την περίοδο λειτουργίας της από τα τέλη του 19ου αιώνα.

[14] Η Κεράνης είχε συμφωνήσει με τη Lorillard για την παραγωγή του Kent. Όταν η British American Tobacco απέκτησε δικαιώματα της Lorillard βρέθηκε να συνεργάζεται με εκείνη.

Το ερευνητικό έργο υποστηρίχτηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.) στο πλαίσιο της Δράσης «2η Προκήρυξη ερευνητικών έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτορικών Ερευνητών/τριών» (Αριθμός Έργου: 51)

O καπνός και το καπνεργατικό κίνημα

Ερευνα της Γίτσας Πανταζή Ναστούλη 
Πηγές: Άρθρο του Βασίλη Πατρώνη στο ένθετο “Ιστορικά” της εφημ. Ελευθεροτυπίας (ημερ. δημοσίευσης 26/09/2002).
Φωτογραφικό υλικό: Αρχείο του Εργατικού Κέντρου Αγρινίου

Ο Βασίλης Πατρώνης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών και συντονιστής της θεματικής Ενότητας “Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία της Ευρώπης” του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ).
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγρίνιο. Σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι). Αν και έντονα πολιτικοποιημένος από τα χρόνια της εφηβείας του και με ενεργή δράση στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα της μεταπολίτευσης, σταδιακά άρχισε να απέχει από την «πολιτική» όσο αυτή ταυτιζόταν με το λαϊκισμό, την αναξιοκρατία και τις πελατειακές εξυπηρετήσεις. Επικεντρώθηκε στην πανεπιστημιακή έρευνα – που εξαιτίας της ειδικότητάς του ήταν ούτως ή άλλως «πολιτική» – και σε στοχευμένες παρεμβάσεις σε ζητήματα παιδείας, περιβάλλοντος, πολιτισμού και τοπικής αυτοδιοίκησης.

Βασίλης Πατρώνης

Η συγκρότηση της καπνεργατικής τάξης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Σε αντίθεση με άλλα τμήματα της ελληνικής εργατικής τάξης, οι καπνεργάτες παρουσιάζουν ως τάξη μια ιστορική συνέχεια που ξεκινάει από την πολυεθνοτική Θεσσαλονίκη, η οποία μέχρι το 1912 αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί, στα καπνομάγαζα της πόλης, απασχολούνταν περίπου 10.000 εργάτες και εργάτριες και τα σωματεία των καπνεργατών βρίσκονταν εξ αρχής υπό την επιρροή των σοσιαλιστών της «Φεντερασιόν». Δεν ήταν λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα σωματεία των καπνεργατών και η καπνεργατική ομοσπονδία ήταν από τα καλύτερα οργανωμένα συνδικάτα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ενώ οι καπνεργάτες μπορούσαν να κινητοποιηθούν και για πολιτικούς στόχους. Σύμφωνα με τον Α. Μπεναρόγια, το 1921 περίπου το 90% των καπνεργατών ήταν συνδικαλιστικά οργανωμένοι, ενώ το 1928 οι καπνεργάτες-σιγαροποιοί αποτελούσαν σχεδόν το 1/3 των μελών της ΓΣΕΕ.

ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ -ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΑΓΓ ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ
ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ -ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΑΓΓ ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ
διαδήλωση καπνεργατών-φωτο-ευαγγ τσοπανογλου
διαδήλωση καπνεργατών-φωτο-ευαγγ τσοπανογλου
καπνεργάτες τέρμα οδού Παπαστράτου τιμά τους νεκρούς τους-αρχείο ευαγγ Τσοπάνογλου-1950
1950-καπνεργάτες τιμούν τους νεκρούς τους-αρχείο ευαγγ Τσοπάνογλου

Στο Αγρίνιο το σωματείο των καπνεργατών «Η Αλληλοβοήθεια» ιδρύθηκε το 1911. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αγρίνιου το 1918 και αποτέλεσε τον κύριο κορμό του εργατικού κινήματος της πόλης για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Με την επέκταση των καπνομάγαζων-καπναποθηκών και την έλευση των προσφύγων ο αριθμός των καπνεργατών-καπνεργατριών ξεπέρασε τις 2.000 και οι συνδικαλιστικοί αγώνες τους έλαβαν χαρακτήρα μαζικό και μαχητικό. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις συνοδεύονταν πολλές φορές από αιματηρά επεισόδια με τη Χωροφυλακή, αλλά και δυνάμεις στρατού που έφταναν σε ενίσχυση. Χαρα-κτηριστικά είναι τα γεγονότα του Οκτωβρίου 1929, με τα οποία σύμφωνα με μια πηγή ασχολήθηκε και η εφημερίδα «Πράβντα» στο φύλλο της τής 24/10/1929: «Εξεγερθέντες καπνεργάτες κατέλαβον την πόλιν η οποία ανεκαταλήφθη από τας καταλυθείσας αρχάς μόνον κατόπιν ενισχύσεώς των, αποσταλείσης από το Σύνταγμα Μεσολογγίου. Ούτοι αμύνθησαν όπισθεν ειδικών οδοφραγμάτων, οπόθεν αντέταξαν λυσσώδη άμυναν επί τρίωρον».’ Είναι αξιοσημείωτο, τέλος, ότι οι καπνεργατικοί αγώνες, ακόμη και όταν ελάμβαναν ακραίες μορφές, είχαν πάντα τη συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της, όπως για παράδειγμα του Εμπορικού Συλλόγου, κάτι που βέβαια εξηγείται αν λάβει κανείς υπόψη του το βάρος της κατανάλωσης των καπνεργατικών οικογενειών στην τοπική οικονομία.

Παναιτωλοακαρνανικό συλλαλητήριο στη Σφήνα
Παναιτωλοακαρνανικό συλλαλητήριο στη Σφήνα

Η επεξεργασία του καπνού ήταν εποχική απασχόληση. Συνήθως γινόταν από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο κάθε έτους. Συνεπώς, η ποσότητα και η ποιότητα της εργατικής δύναμης που χρειαζόταν το καπνεμπόριο ποίκιλλαν από εποχή σε εποχή, γεγονός που έκανε τους καπνεργάτες να αισθάνονται ότι οι εργοδότες ανέτρεπαν συνεχώς τις εργασιακές σχέσεις. Έτσι εξηγείται τόσο η υψηλή συμμετοχή των καπνεργατών στο σωματείο τους όσο και η αγωνιστικότητα και η μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης στις διεκδικήσεις της.
Η μαχητικότητα του καπνεργατικού κινήματος πήγαζε επίσης και από τις ιδιομορφίες της εργασιακής διαδικασίας, η οποία ελεγχόταν καθ’ ολοκληρίαν από τους καπνεργάτες. Το «σαλόνι», ο χώρος δηλαδή όπου άνδρες και γυναίκες μαζί διάλεγαν με τις ώρες τα καπνά, ενίσχυε τη συλλογικότητα και ευνοούσε τη διακίνηση και προπαγάνδιση σοσιαλιστικών ιδεών. Προσφερόταν «για την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης εργατικής δημοκρατίας του τόπου δουλειάς, που έβρισκε την έκφρασή της στην “επιτροπή του σαλονιού’’». Αυτές ακριβώς «οι άτυπες και οργανωμένες σχέσεις των καπνεργατών στο καπνεργοστάσιο, διαπλεκόμενες με στοιχεία μιας αλληλέγγυας στάσης στη συνοικία και τη γειτονιά ενδυνάμωναν τη συνοχή και τη μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης»

Η καπνεργ Δέσποινα Γιακουμίδη συνδικαλιστρια-20-7-79 από εφημερίδα ριζοσπάστης
Η καπνεργάτρια Δέσποινα Γιακουμίδη συνδικαλιστρια-20-7-79 από εφημερίδα ριζοσπάστης
Καπνεργάτριες στο διάλειμμα στις καπναποθήκες-1950

Παράλληλα, τουλάχιστον μέχρι το 1925 που ο συνδικαλισμός ήταν ισχυρός, υπήρχαν αντιπρόσωποι του σωματείου σε κάθε κέντρο επεξεργασίας, οι οποίοι είχαν λόγο και για τις προσλήψεις.
Είναι, λοιπόν, φανερό ότι μέσω των επιτροπών σαλονιών και των εκπροσώπων του σωματείου στα καπνομάγαζα, οι καπνεργάτες εξασφάλιζαν τον απόλυτο έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας και ασκούσαν, θα λέγαμε, μια προχωρημένη μορφή εργατικού ελέγχου, πρωτοφανούς για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Αυτό προϋπέθετε μια αντίληψη και νοοτροπία της διαδικασίας της εργασίας όχι μόνο ανεξάρτητης από τις ιδιοκτησιακές σχέσεις, αλλά και ανταγωνιστικής μαζί τους. Έτσι, όταν τον Ιούνιο του 1926 η καπνεξαγωγική εταιρεία «Generate» του Οδ. Ηλιού αποφασίζει να μεταφέρει τα καπνά της στον Βόλο για επεξεργασία, συναντά την κατηγορηματική αντίθεση των καπνεργατών της, οι οποίοι εφορμούν στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγρινίου, ξεφορτώνουν με τη βία τα δέματα του καπνού από τα βαγόνια και τα επαναφέρουν στις αποθήκες της εταιρείας, προκειμένου να τα ε-πεξεργαστούν οι ίδιοι.

Παρόμοια επεισόδια αναφέρονται μερικούς μήνες αργότερα: «Την 1η Νοεμβρίου 1927 άνεργοι καπνεργάτες συγκεντρώθηκαν μπροστά από τις αποθήκες Παπαστράτου, μπήκαν μέσα με το ζόρι και άρχισαν να δουλεύουν κανονικά. Συγκρούστηκαν όμως με τους συντηρητικούς καπνεργάτες, που ήδη εργαζόντουσαν μέσα. Η Χωροφυλακή ειδοποιήθηκε και τους έδιωξε από τις καπναποθήκες. Την επομένη συγκεντρώθηκαν πάλι, αλλά οι χωροφύλακες που τους περίμεναν τους χτύπησαν. Έγινε άγρια σύγκρουση και πολλοί καπνεργάτες συνελήφθησαν. Στις 3 Νοεμβρίου οι καπνεργάτες επιχείρησαν να μπούνε πάλι στις καπναποθήκες, αλλά αποκρούστηκαν από τους χωροφύλακες. Επειδή τα πράγματα γινόντουσαν σοβαρά στάλθηκαν ενισχύσεις χωροφυλάκων από το Μεσολόγγι».

10-10-1929.Η έφιππος χωροφυλακή κατά των απεργών καπνεργατών στην πλ. Χατζοπούλου - ελαιογραφία Κώστα Γούναρη
10-10-1929.Η έφιππος χωροφυλακή κατά των απεργών καπνεργατών στην πλ. Χατζοπούλου - ελαιογραφία Κώστα Γούναρη

Η συνδικαλιστική ενεργοποίηση των καπνεργατών εκφραζόταν και πολιτικά. Στις βουλευτικές εκλογές οι καπνεργάτες υποστηρίζουν σχεδόν σύσσωμα κομμουνιστές υποψηφίους, ενώ ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ προερχόταν από τις τάξεις τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ σε όλη τη χώρα ήταν μόλις 5,76%, ενώ στις περιοχές παραγωγής και επεξεργασίας καπνού έφθανε ακόμη και οε ποσοστά της τάξης του 20%.“ Αλλά και στις δημοτικές εκλογές, όπου υπήρχαν υποψήφιοι του ΚΚΕ υποστηρίζονταν μαζικά από τους καπνεργάτες. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του Δ. Παρτσαλίδη στην Καβάλα και του Μενύχτα στις Σέρρες, των πρώτων «κόκκινων δημάρχων» στην Ελλάδα που εκλέχτηκαν χάρη στις ψήφους των καπνεργατών. Στο Αγρίνιο του Μεσοπολέμου δεν υπάρχει κάτι ανάλογο, αφού το ΚΚΕ στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δεν παρουσίαζε αυτόνομο υποψήφιο στις δημοτικές εκλογές. Στη γειτονική κοινότητα του Αγίου Κωνσταντίνου, όμως, κατ’ εξοχήν τόπο κατοικίας των προσφύγων καπνεργατών, οι κομμουνιστές υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές του 1934 κατάφεραν να εκλέξουν 4 από τα 6 μέλη του κοινοτικού συμβουλίου.

1950-καπνεργάτες τιμούν τους νεκρούς τους-αρχείο ευαγγ τσοπάνογλου
1950-καπνεργάτες τιμούν τους νεκρούς τους-αρχείο ευαγγ τσοπάνογλου

Στο εργατικό κίνημα του Αγρινίου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δραστηριοποιούνταν και μια σημαντική ομάδα αρχειομαρξιστών, που αυτοαποκαλούνταν «Αριστερή Αντιπολίτευση». Κυριαρχούσαν στο σωματείο των τσαγκαράδων και είχαν ισχυρή παρουσία σε αυτό των ραπτεργατών. Η προσπάθειά τους να κερδίσουν επιρροή στο χώρο των καπνεργατών κατέληξε σε επεισόδια και άγριες συγκρούσεις με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ, και τελικά στη δημιουργία νέου καπνεργατικού σωματείου το 1930, το οποίο οι κομμουνιστές αποκαλούσαν περιφρονητικά «κίτρινο» (κατασκεύασμα της εργοδοσίας και της Ασφάλειας, δηλαδή). Σύμφωνα με αναφορά των ιδίων προς την τροτσκιστική 4η Διεθνή, η Αρχειομαρξιστική Οργάνωση του Αγρινίου αριθμούσε 30 μέλη, 4 φράξεις στα συνδικάτα της πόλης και 100 ασκούμενα μέλη (συμπαθούντες). Στη δικτατορία του Μεταξά οι σημαντικότεροι αρχειομαρξιστές του Αγρινίου εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Στη συνέχεα και ενώ οι περισσότεροι είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ, βρήκαν τραγικό τέλος, όταν στην περίοδο Απριλίου – Αυγούστου 1944 τουλάχιστον 10 από αυτούς δολοφονήθηκαν από ένοπλες ομάδες που ελέγχονταν από το σκληρό πυρήνα του ΚΚΕ.

Δύο φάσεις χαρακτηρίζουν τους καπνεργατικούς αγώνες του Μεσοπολέμου. Στην πρώτη φάση, που διαρκεί μέχρι το 1926, οι καπνεργάτες παλεύουν για μεγαλύτερο ημερομίσθιο, καθώς και για να επιτύχουν την απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών, που απειλούσε τα κεκτημένα του κλάδου τους.
Στη δεύτερη φάση, από το 1926 καi μετά, οι αλλεπάλληλες καπνικές κρίσεις αλλά και οι συνθήκες της γενικότερης οικονομικής ύφεσης υποχρέωσαν τα καπνεργατικά σωματεία σε μια αμυντική στάση διασφάλισης των κεκτημένων και ιδίως των θέσεων εργασίας στην επεξεργασία καπνού, που απειλούνταν από την καλπάζουσα ανεργία. Ειδικά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929, οι τιμές του ελληνικού καπνού κατέρρευσαν διεθνώς. Η ανισορροπία στο κύκλωμα παραγωγή – εμπορία – βιομηχανοποίηση του καπνού οδήγησε στη δημιουργία τεράστιων αποθεμάτων του προϊόντος, με σοβαρές επιπτώσεως στο εισόδημα όλων των εμπλεκόμενων μερών. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε έντονες συζητήσεις με αντικείμενο την αναμόρφωση της εμπορικής πολιτικής του κράτους, την τύχη των συσσωρευμένων αποθεμάτων, την ακολουθητέα πολιτική. Προκλήθηκε, έτσι, το περίφημο «καπνικό ζήτημα», που κυριάρχησε στο δημόσιο βίο της χώρας σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Εν τω μεταξύ, η ανεργία στον καπνεργατικό κλάδο έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις. Από τους τρεις εργαζόμενους καπνεργάτες το 1925, μόνο ο ένας είχε σταθερή εργασία δέκα χρόνια αργότερα. Το ίδιο άγριες και απελπισμένες ήταν πλέον και οι κινητοποιήσεις τους. Αποκορύφωμα της κοινωνικής τους διαμαρτυρίας αποτέλεσαν τα γεγονότα του Μαΐου 1936, όταν οι αιματηρές συγκρούσεις καπνεργατών με τη Χωροφυλακή και το στρατό στη Θεσσαλονίκη δημιούργησαν ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου, δίνοντας προφάσεις για την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά.
Την ίδια εποχή σημειώνεται και η τελευταία καπνεργατική κινητοποίηση του Μεσοπολέμου στην πόλη του Αγρίνιου. Στις 6 Μαΐου 1936 το σωματείο των καπνεργατών κηρύσσει 48ωρη απεργία και καλεί τους απεργούς σε συγκέντρωση στο Θέατρο «Κρίππα». Λίγους μήνες αργότερα η χώρα Θα μπει στο σκοτεινό τούνελ της μεταξικής δικτατορίας και της Κατοχής. Οι εργατικοί αγώνες περνούν πλέον σε δεύτερη μοίρα…

Ηλίας Ηλιού και απόγονοι

Έρευνα – Επιμέλεια κειμένου: Γίτσα Πανταζή Ναστούλη
agriniomemories.blogspot.gr

Ηλίας Ηλιού

Ο Ηλίας Ηλιού, γιός του Σταύρου Ηλιού, καταγόταν από το Αζάριο της Μικράς Ασίας. Εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο με τους αδελφούς του, Οδυσσέα και Περικλή, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Ασχολήθηκε με το εμπόριο και την επεξεργασία του καπνού.
Πρόσφυγας ο ίδιος, ευαισθητοποιημένος με το δράμα των προσφύγων συνέβαλε και βοήθησε για την εγκατάσταση των προσφύγων στο Αγρίνιο. Με δικά του χρήματα απαλλοτριώθηκε μεγάλη έκταση για να χτιστούν τα σπίτια των προσφύγων, βοήθησε οικονομικά να ανεγερθεί ο ναός του Αγ. Κωνσταντίνου και το δημοτικό σχολείο.
Με την σύζυγό του, Κατίνα, δεν απέκτησαν παιδιά. Στη διαθήκη του, που ο καπνέμπορος Ηλίας Ηλιού συνέταξε στις 5 Μαΐου 1937 και κατατέθηκε παρουσία μαρτύρων στον συμβολαιογράφο Αγρινίου Γεώργιο Παπασωτηρόπουλο «…εσφραγισμένη δια σφραγίδος του δακτυλιδίου του, παριστάνουσα τον Έρωτα Τοξότη…», ώστε να διασφαλιστεί η μυστικότητά της μέχρι το θάνατό του, αναφέρει:

«….μη έχων τέκνα αισθάνομαι κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν την υποχρέωση να μεριμνήσω υπέρ της αγαπητής ταύτης πόλεως του Αγρινίου, της καταστάσης δευτέρας μου πατρίδος, εν τη οποία και τη βοηθεία της οποίας εσχημάτισα την περιουσίαν μου ήτις δικαιούται να εξυπηρετηθεί παρ΄εμού όσον τουλάχιστον και εγώ παρά ταύτης…»
Αναφέρεται και στην Τεκτονική Στοά Αγρινίου της οποίας ήταν μέλος. Να σημειωθεί ότι στο Αγρίνιο υπήρχε Στοά Τεκτόνων, που αδράνησε εν καιρώ και τα τελευταία χρόνια έχει επαναδραστηριοποιηθεί. Και αυτή η αναφορά του Ηλία Ηλιού, είναι η πρώτη δημόσια γραφή από Τέκτονα για τον Τεκτονισμό στο Αγρίνιο.
«Υπέρ του Τεκτονισμού εις τον οποίον οφείλω την δύναμιν της εργασίας, την καταπολέμησιν των παθών μου και την ακατανίκητον τάσιν να μην αδικώ ποτέ κανένα και να πράττω όση μοι δύναμις πάντοτε το καλόν. Παρακαλώ τους τέκτονας να μου συγχωρήσι την υπεριφάνειαν ταύτην. Το εξομολογούμαι όμως εδώ, οπόταν να γίνη γνωστόν μόνον όταν δεν θα υπάρχω πλέον εις την ζωήν, δια να εκφράσω την ευγνωμοσύνην μου προς τον τεκτονισμόν».

Για την ακίνητη περιουσία του αναφέρει ότι θα την διαχειρίζεται η σύζυγός του, Κατίνα:

«…μετά δε τον θάνατον ταύτης η ακίνητη περιουσία μου επιθυμώ όπως χρησιμεύση δια την ίδρυσιν και συντήρησιν εν Αγρινίω Ορφανοτροφείου, προς διατροφήν και εκπαίδευσιν απόρων ορφανών, ομογενών και προσφύγων άνευ διακρίσεως, εκ της περιφερείας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας, ίνα δυνηθώσι και καταστώσι ταύται πολίται χρήσιμοι εις την κοινωνίαν. Ευχήν εκφράζω όπως το προς τούτον κτήριον αναγερθή εις το οικόπεδό μου, ένθα ο σημερινός ανθόκηπος. Ελπίζω κα εύχομαι όπως το παράδειγμά μου ακολουθήσωσι και άλλοι προς ενίσχυσιν του Ιδρύματος. Εγώ προσωπικώς λυπούμαι ιδιαιτέρως διότι τα οικονομικά μου δεν μου επέτρεψαν την ίδρυσιν τούτου εν ζωή. Μου μένει όμως η παρηγορία ότι θα συντελέσω εις την λειτουργίαν του έστω και μετά θάνατον».
Σχετικά με την διαχείριση των αποθηκών αναφέρει ότι θα την αναλάβει ένα ίδρυμα και για την διοίκηση του ιδρύματος έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες. Αναφέρει ότι το ίδρυμα θα διοικούσε επιτροπή αποτελούμενη:
«…εκ του εκάστου Δημάρχου Αγρινίου, του Προέδρου Πρωτοδικών, του Εισαγγελέως, του Διευθυντού του Υποκαταστήματος της Εθνικής Τραπέζης, των ως άνω αγαπητών μου φίλων Σ.Κ. και Κ.Σ. ισοβίως, και ενός εισέτι μέλους, υποδεικνυομένου κατά τετραετίαν υπό της εν Αγρινίω Τεκτονικής Στοάς.»
Επίσης υπήρχε η πρόνοια εντός δύο ετών απ’ την ίδρυση του ορφανοτροφείου και την απόδοση σ’ αυτό της ακίνητης περιουσίας του, να δώσει η επιτροπή διοίκησης διακόσιες χιλιάδες δραχμές στη Στοά. Εάν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας αυτή δεν έχει ιδρυθεί, τα χρήματα θα έπρεπε να κατατεθούν στην Εθνική Τράπεζα και να αναληφθούν, μετά τόκων, απ’ την Τεκτονική Στοά όταν αυτή ιδρυόταν.
Η συγκεκριμένη επιθυμία του Η. Ηλιού δεν πραγματοποιήθηκε λόγω διάλυσης της τεκτονικής στοάς του Αγρινίου. 

Συντριβάνι στην οικία Ηλιού

 Ο Δήμος Αγρινίου αξιοποίησε μόνο την οικία του, στην συμβολή των οδών Μεσολογγίου και Βαρνακιώτη, την οποία διαμόρφωσε σε παιδικό σταθμό στο προαύλιο του οποίου διατηρείται το μοναδικό μαρμάρινο σιντριβάνι του. Είναι μία θαυμάσια κατασκευή που οι λεκάνες του νερού είναι διακοσμημένες με σκαλίσματα φύλλων καπνού

Αδελφοί οδ. Ηλιού

Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο τα παιδιά του Οδυσσέα Ηλιού, Ανδρέας, Σταύρος, Δάνης και Κώστας Ηλιού, συνέστησαν μια νέα εταιρεία, την οποία ονόμασαν «Αδελφοί Οδ. Ηλιού» και συνέχισαν τις καπνεμπορικές δραστηριότητες της οικογένειας.
Ο Κώστας Ηλιού το 1977 έχτισε τις νέες αποθήκες Ηλιού στη θέση Φούσκαρη Αγρίνιου, στην Εθνική οδό Αγρίνιου – Αμφιλοχίας.

Καπναποθήκες Παπαπέτρου

Έρευνα – Επιμέλεια κειμένου: Γίτσα Πανταζή Ναστούλη
agriniomemories.blogspot.gr

Κατά την περίοδο της Κατοχής επιτάχθηκαν από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς οι οποίοι τις χρησιμοποίησαν ως φυλακές. Εκεί, στο ημιυπόγειο των αποθηκών, φυλακίστηκαν Έλληνες, Ιταλοί αντιφασίστες καθώς και Εβραίοι πριν τη μεταφορά τους σε γερμανικά στρατόπεδα…

Οι αδελφοί Παπαπέτρου ξεκίνησαν να χτίζουν τις καπναποθήκες Παπαπέτρου το 1932, όπως μαρτυρά η επιγραφή στην πρόσοψή του. Τις έχτισαν κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό στην οδό Κ. Παλαμά και Λ. Μαβίλη. Συνδέονταν μάλιστα μέσω παράκαμψης με το σιδηροδρομικό δίκτυο κάτι που εξυπηρετούσε για την μεταφορά του καπνού στο Κρυονέρι κι από εκεί στο κοντινό λιμάνι της Πάτρας και άλλους προορισμούς.
Ο ίδιος ο Ιωάννης Παπαπέτρος μετέβαινε στα χωριά για την αγορά καπνών που απαιτούσαν οι ανάγκες της Εταιρείας τους και λόγω της εξαιρετικής πείρας που είχε αποκτήσει, με μεγάλη ευκολία τα κατέτασσε στις ανάλογες ποιότητες.

Οι άλλοι δύο αδελφοί, Χρήστος και Αναστάσιος, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα,όπου προφανώς διοχετεύονταν τα επεξεργασμένα καπνά για να διατεθούν στη βιομηχανία, προκειμένου να συνεχιστεί το τρίτο στάδιο επεξεργασίας τους.
Οι καπναποθήκες των Αδερφών Παπαπέτρου είναι ένα από τα σημαντικότερα δείγματα αρχιτεκτονικής του μεσοπολέμου και αποτελεί ένα σπουδαίο κομμάτι της ιστορίας της πόλης.
Ξεχωρίζει για τις επιβλητικές του διαστάσεις, καθώς το μήκος του φτάνει τα 67 μέτρα και το πλάτος του τα 37.

Πρόσοψη καπναποθηκών από αρχείο της Ιστορικής Αρχαιολογικής Εταιρείας Αγρινίου

Στις όψεις κυριαρχούν τα παράθυρα (κύριο χαρακτηριστικό των αποθηκών καπνού) και όλα διαθέτουν ένα υποτυπώδες μπαλκόνι. Τα κουφώματα των παραθύρων είναι ξύλινα, γαλλικά, ενώ τα υποτυπώδη μπαλκόνια έχουν σφυρήλατα κιγκλιδώματα.
Στον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου υπήρχαν κάποτε πολλά μικρά σπίτια, ιδιοκτησίας και αυτά των Αφ. Παπαπέτρου, τα οποία νοίκιαζαν στους καπνεργάτες και καπνεργάτριες, που στην πλειοψηφία τους ήταν πρόσφυγες και ένα διώροφο κτίριο όπου στεγάζονταν τα γραφεία της Εταιρείας.

Ξεφόρτωμα καπνών στις καπναποθήκες Παπαπέτρου. Από Μουσείο Εργασίας Αμβούργου. Πηγή: Αλέξιος Κατεφίδης

Λειτούργησαν από την ίδρυσή τους ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 περίπου.
Το 1992 με απόφαση του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ και με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού χαρακτηρίστηκαν διατηρητέες.
Το 2002 αγοράστηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να αξιοποιηθούν ως μουσείο.
Στο συμβόλαιο πώλησής του περιγράφονται με λεπτομέρεια οι χώροι των συγκεκριμένων αποθηκών.
«…Ημιυπόγειο 1417 τετραγωνικών μέτρων, ισόγειο 1383 τετραγωνικών μέτρων, πρώτο όροφο 1775 τετραγωνικών μέτρων, δεύτερο όροφο 1383 τετραγωνικών μέτρων και τρίτο όροφο 1175 τετραγωνικών μέτρων ήτοι σύνολο 6536 περίπου τετραγωνικών μέτρων. Κατασκευάστηκαν από τον πολιτικό μηχανικό Κων/νο Καζαντζή…»

Κατά την περίοδο της Κατοχής επιτάχθηκαν από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως φυλακές. Εκεί, στο ημιυπόγειο των αποθηκών, φυλακίστηκαν Έλληνες, Ιταλοί αντιφασίστες καθώς και Εβραίοι πριν τη μεταφορά τους σε γερμανικά στρατόπεδα (κάτι ανάλογο που είχε συμβεί και με τις αποθήκες Aφων Παναγοπούλου).

Ο Παντελής Τσίρος λέει για τους Εβραίους αιχμαλώτους:
Τους είδα με τα μάτια μου στις αποθήκες Παπαπέτρου. Το υπόγειο (ημιυπόγειο) των καπναποθηκών Παπαπέτρου χρησιμοποιήθηκε υπό των Γερμανών για τη συγκέντρωση των Εβραίων περιοχής Ιωαννίνων κυρίως και Άρτης. Όταν η σκέψη μου μεταφέρεται στην περίοδο αυτή, θυμάμαι και έχω καλά διατηρημένη στη μνήμη μου την εικόνα που αντίκρισα: τους ανθρώπους αυτούς στοιβαγμένους και αναρριχώμενους στα σιδερένια κάγκελα από το βαθύ υπόγειο, ίσως και πατώντας στους ώμους των συγκρατουμένων τους να τείνουν τα χέρια τους για λίγο ψωμί ή κάτι άλλο φαγώσιμο και φάρμακα, προσφέροντας ό,τι πολυτιμότερο είχαν κοντά τους… Οι στιγμές αυτές ήταν λιγοστές διότι στο μεταξύ οι φρουροί Γερμανοί στρατιώτες στην είσοδο της καπναποθήκης μας εκδιώχνανε μακριά τους. Η παραμονή των Εβραίων στους χώρους αυτούς ήτο ολιγοήμερη καθότι στο μεταξύ είχε προγραμματισθεί η μεταφορά τους με καμιόνια, στους γνωστούς σε όλους μας χώρους των στρατοπέδων στη Γερμανία και Πολωνία με προορισμό την εξόντωση τους .»
Μεταπολεμικά η χρήση τους υπήρξε πιο ευχάριστη με πολιτιστικούς συλλόγους να οργανώνουν εκεί τους χορούς τους.

Ιταλοί και Γερμανοί στρατιώτες φωτογραφίζονται με φόντο τις καπναποθήκες Πηγή: ebay

Ο Παντελής Τσίρος στη συνέχεια της αφήγησής του λέει:
«Έτριζαν τα πατώματα από τα βαλς, που ήταν ο χορός της εποχής.»
Και εξηγεί τη συμμετοχή του κόσμου στη διασκέδαση: Οι άνθρωποι «…άρπαξαν την ευκαιρία μετά την απελευθέρωση για κατάκτηση των όσων τα δύσκολα εκείνα χρόνια εστερήθηκαν …».

Και ο X. Σ., παιδί τότε θυμάται:
“… Τις προηγούμενες μέρες είχα μία εμπειρία από το πως ζούσαν οι όμηροι που είχαν πιάσει οι Γερμανοί. Τους είχαν πιάσει και τους είχαν βάλει στις αποθήκες Παπαπέτρου και μου ‘δωσε η μάνα μου μια μπόλια με λίγο φαγάκι να πάω στον πατέρα μου που ήταν κι αυτός. Τον είχαν πιάσει γιατί εκείνη τη μέρα που έγιναν οι συλλήψεις στο Αγρίνιο δεν κάνανε εξαίρεση οι Γερμανοί, όποιον έβρισκαν μπροστά τους τον πιάνανε και τον πηγαίνανε στις αποθήκες Παπαπέτρου… είχαν γίνει τα διάφορα γεγονότα εδώ στα Καλύβια, ανατίναξαν το τρένο εκεί και έγιναν αυτά τα.. .και εις αντίποινα οι Γερμανοί μάζεψαν τον κόσμο… Πήγα λοιπόν σε αυτό το κτίριο όπου ήταν σε ένα μεγάλο χώρο στην αποθήκη Παπαπέτρου, ήτανε στοιβαγμένα γύρω στα 800 – 1000 άτομα, σε άθλιες συνθήκες, είχαν δύο – τρεις μέρες εκεί μέσα και, θυμάμαι μια φοβερή μυρουδιά γιατί δεν είχαν αποχέτευση κι εκείνο που μου ’κανε φοβερή εντύπωση ήταν ότι αυτός ο κόσμος ε, δεν είχε που να πάει κι ότι κατουρούσε μέσα σε καζάνια μέσα στο χώρο αυτό και καίγαν εφημερίδες για να σπάσουνε λίγο τη μυρουδιά. Αυτό το έχω πολύ έντονα στο μυαλό μου. Όχι, όχι δεν ήταν παιδάκια, ήτανε μιας ηλικίας από δεκαοχτώ και πάνω ας πούμε, ηλικίας που οι Γερμανοί θέλανε να σκοτώσουνε ή να τιμωρήσουν εν πάση περιπτώσει. Θυμάμαι δε ότι εμένα με άφησαν και μπήκα, με άφησε ο σκοπός και μπήκα μέσα σε αυτό το πράγμα κι είδα αυτό. Οι όμηροι με αγκαλιάζανε, με φιλούσανε, με χαϊδεύανε, τώρα φανταστείτε ένα μικρό παιδί εφτά χρόνων να μπει μέσα σε ένα τέτοιο πράγμα και άλλοι κλαίγανε, άλλοι ήταν συγκινημένοι και λοιπά. Ε, και κάποια στιγμή εγώ βγαίνοντας έξω, ο σκοπός στην πόρτα μου ’δωσε μια κλωτσιά, πως του ήρθε λοιπόν και μου δίνει μία κλωτσιά βρέθηκα απέναντι. Κατατρομαγμένος λοιπόν, σηκώθηκα, έφυγα, πήγα στο σπίτι και διηγήθηκα στη μάνα μου το τι έγινε...».

Το 1946 οι καπναποθήκες επαναλειτουργούν για δύο χρόνια με περιορισμένης κλίμακας παραγωγή και την δεκαετία του ‘50 μετατράπηκαν σε σχολή χωροφυλακής.

Κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70 ένα μέρος του εξωτερικού χώρου πουλήθηκε (εκείνο στο οποίο υπήρχαν τα μικρά σπίτια) και οι καπναποθήκες παραχωρούνται με ενοίκιο ως αποθήκη του συνεταιρισμού ελαιών της Αγροτικής Τράπεζας, αποθήκη των καπναποθηκών Ιωαννίδη, των Αφων Ηλιού και των Αφων Παναγόπουλου μέχρι την οριστική εγκατάλειψη του χώρου τη δεκαετία του ’80.

Καπναποθήκες Αφων Παπαπέτρου σε καρτποστάλ της εποχής

Το κτήριο έχει κηρυχθεί διατηρητέο μνημείο και χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας με τις Υ.Α. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3392/49682/21.11.90 (ΦΕΚ 785/Β΄/13.12.90 και ΦΕΚ 468/Β΄/28.6.91) και ΥΠΕΧΩΔΕ/59717/3089/6.5.1992 (ΦΕΚ 546/Δ΄/2.6.1992).
Σήμερα, το συγκρότημα ανήκει στο ΥΠΠΟ έπειτα από την Υπουργική Απόφαση με αρ. πρωτ. ΥΠΠΟ/ΑΠΑΛ/Φ.60/56961/1174/22.10.2001, με την οποία πραγματοποιήθηκε απευθείας εξαγορά του για αρχαιολογικούς – μουσειακούς λόγους, και συγκεκριμένα για την ίδρυση Αρχαιολογικού Μουσείου.

ΠΗΓΕΣ:

  • Ο Κόσμος της Εργασίας: Γυναίκες και Άνδρες στην παραγωγή και επεξεργασία του καπνού, Μαρίας Αγγέλη
  • https://www.agrinionews.gr
  • Παπατρέχας Γ.,(1991), Η ιστορία του Αγρινίου, Αγρίνιο.
  • Αρχαιολογική Εταιρεία Αγρινίου
  • Μετατροπή Καπναποθήκης Παπαπέτρου σε Αρχαιολογικό Μουσείο και Πολιτιστικό Κέντρο Αγρινίου, Παύλου Ελπινίκη

Αφοι Παπαπέτρου

Έρευνα – Επιμέλεια κειμένου: Γίτσα Πανταζή Ναστούλη
agriniomemories.blogspot.gr

Η οικογένεια Παπαχριστοδούλου είχε καταγωγή από τον Μαχαλά Ξηρομέρου, Φυτείες Ξηρομέρου .
Ο Πέτρος Παπαχριστοδούλου ήταν ιερέας στο επάγγελμα. Η αλλαγή του επωνύμου του σε Παπαπέτρος έγινε εξ’ αιτίας αυτού. Ήταν παντρεμένος με την Αναστασία Γαλάνη και απέκτησαν τρία αγόρια και πέντε κορίτσια: Χρήστο, Αναστάσιο, Ιωάννη, Ελένη, Μαρία, Βασιλική, Ελευθερία και Αλεξάνδρα.
Οι τρεις αδελφοί Παπαπέτρου, ο Χρήστος, ο Αναστάσιος και ο Ιωάννης άρχισαν να ασχολούνται με το εμπόριο καπνών. Ίδρυσαν την εταιρεία «Αφοι Παπαπέτρου» και προμηθεύονταν καπνά από την περιοχή Αιτωλοακαρνανίας, τα οποία επεξεργάζονταν στις αποθήκες, που είχαν ιδρύσει.
Ο ίδιος ο Ιωάννης Παπαπέτρος μετέβαινε στα χωριά για την αγορά καπνών που απαιτούσαν οι ανάγκες της Εταιρείας τους και λόγω της εξαιρετικής πείρας, που είχε αποκτήσει, με μεγάλη ευκολία τα κατέτασσε στις ανάλογες ποιότητες.
Οι άλλοι δύο αδελφοί, Χρήστος και Αναστάσιος, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα,όπου προφανώς διοχετεύονταν τα επεξεργασμένα καπνά για να διατεθούν στη βιομηχανία, προκειμένου να συνεχιστεί το τρίτο στάδιο επεξεργασίας τους.

Ανατάσιος, Χρήστος, Ιωάννης Παπαπέτρου

Εσωτερική μετανάστευση
Nοικοκυραίοι στο χωριό, σέμπροι στο Αγρίνιο

Γράφει η Γιούλα Τζογάνη, 
μέλος της ΔΡΩ

Η χρονική περίοδος μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του ΄70, κατά την οποία διαδραματίστηκε η εσωτερική μετανάστευση, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά σκληρή και επώδυνη για τους μετανάστες σέμπρους καπνοκαλλιεργητές, περίοδο την οποία καλύπτει σιωπή αφού πολύ καλά και με επιμέλεια έχουν κρύψει τόσο οι μεγαλο-καπνοχωραφάδες όσο και οι σέμπροι του Αγρινίου, κι ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Η οικονομική ζωή στα χωριά είχε αρχίσει να μαραζώνει καθότι η εξέλιξη κι η ανάπτυξη διαδραματίζονταν στις μεγάλες πόλεις και στο νομό μας μία από τις αναπτυσσόμενες πόλεις ήταν το Αγρίνιο. Σ΄ αυτή την πόλη την πιο κοντινή στο χωριό μου ιδρύθηκαν και λειτουργούσαν σχολεία Δημοτικά και Γυμνάσια για να σπουδάζουν τα παιδιά, εκεί τα Νοσοκομεία, οι δουλειές, τα πολιτιστικά δρώμενα και η διασκέδαση.

Αρκετοί αγρότες με εμπειρία στην καπνοκαλλιέργεια από τα γύρω χωριά του Αγρινίου άρχισαν να εγκαταλείπουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους (κυρίως οικονομικούς, κοινωνικούς, και εκπαιδευτικούς) τα υπάρχοντά τους: σπίτια, χωράφια, αποθήκες, γείτονες, ζωντανά, πολιτισμό, εκκλησία, αυτάρκεια, αξιοπρέπεια, υπερηφάνια, κύρος, αρχοντιά, παράδοση… και βρήκαν καταφύγιο στα χωράφια των μεγαλοκτηματιών, των αφεντάδων, αφού αφεντικό αποκαλούσαν το μεγαλοκτηματία στον οποίο εργάζονταν ως σέμπροι. Κουβάλησαν βέβαια μαζί με τα απαραίτητα κινητά υπάρχοντά τους και τη μνήμη τους από το χωριό, η οποία ακολούθησε την πορεία τους στον αστικό χώρο κι εκεί άρχισαν δειλά – δειλά να συνυπάρχουν. Ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν κάποιες από τις συνήθειες και τις νοοτροπίες του χωριού και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες ζωής και να συμμορφωθούν στους τρόπους ζωής του νέου περιβάλλοντος. Δεν ήταν καθόλου εύκολο και δυσκολεύτηκαν να ενταχθούν στους νόμους και στους ρυθμούς της πόλης, ενώ μέρος του πολιτισμού τους άρχισαν σιγά-σιγά να ενσωματώνουν σ’ αυτούς.
Οι μεγαλοκτηματίες Αγρινιώτες που κατείχαν πολλά στρέμματα καλλιεργήσιμης γης δεν κούραζαν την οικογένειά τους με την καλλιέργεια του καπνού. Σπούδαζαν τα παιδιά τους και ασκούσαν επαγγέλματα που τους προσέδιδαν κύρος και χρήμα. Με την καλλιέργεια των χωραφιών τους ασχολούνταν οι αμόρφωτοι κι εκείνοι που δεν κατείχαν ούτε χω-ράφια ούτε σπίτια, δεν είχαν δηλαδή στον ήλιο μοίρα. Σ΄ αυτή την κοινωνική κατηγορία βρέθηκαν οι αγρότες εσωτερικοί μετανάστες και μεταξύ αυτών και η οικογένειά μου.
Ο μεγαλοκτηματίας απαιτούσε τη μισή σοδειά από την καλλιέργεια των καπνών ακόμη και από τα κηπευτικά που καλλιεργούσαμε στον κήπο δίπλα στην αποθήκη του. Έτσι έπαιρνε τις μισές πατάτες, κολοκυθάκια, κρεμμύδια, αυγά ενώ επέτρεπε να τρώμε φρούτα απ’ τα δένδρα του. Είκοσι στρέμματα καπνό τσεμπέλι καλλιέργησε η οικογένειά μου για τρία χρόνια και τη μισή παραγωγή την πήρε το αφεντικό. Σε όλες τις διαδικασίες που αφορούσαν στην καπνοκαλλιέργεια, όπως πότισμα φυντανιού, φύτεμα, σκάλισμα, μάζεμα καπνού κι αρμάθιασμα, άπλωμα της αρμάθας στις λιάστρες για να ξεραθεί, μάζεμα σε βαντάκια και μεταφο-ρά από τις λιάστρες στην αποθήκη, στρώσιμο του καπνού και δεματοποί-ηση, συμμετείχαμε κι εμείς τα παιδιά τα οποία καταφέρναμε να συν-δυάζουμε και το σχολείο με το διάβασμα αλλά και τα παιχνίδια μας χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε τι είναι οι διακοπές. Μεταξύ συγγενών αλλά και γειτόνων καλλιεργήθηκε -όπως και στο χωριό αλλά και ακόμη καλύτερα- η επικοινωνία και οι δανεικαριές, η αλληλοβοήθεια που ξεπερνούσε τις δύσκολες φάσεις. Δεν ξέρω πώς τα κατάφερναν συγγενείς, γείτονες και φίλοι που καλλιεργούσαν καπνό, όταν χρειαζόταν βοήθεια ο ένας , πάντα να βρίσκεται και κάποιος για να τον ξελασπώσει. Ας πούμε πως το φυντάνι κάποιου μεγάλωσε γρήγορα και έπρεπε να φυτευτεί άμεσα, τότε εκείνου που αργούσε να μεγαλώσει έτρεχε και βοηθούσε και όταν τέλειωνε το φύτεμα ο πρώτος έτρεχε να βοηθήσει το δεύτερο κι αυτές οι δανεικαριές, η αλληλοβοήθεια συνεχίζονταν μέχρι να τελειώσει ο κύκλος της καλλιέργειας του καπνού.
Ο πατέρας μου τελικά από νοικοκύρης κι αυτάρκης στο χωριό βρέθηκε στην πόλη σέμπρος, εξαρτώμενος από έναν μεγαλοκτηματία και τελευταίος στην κοινωνική ιεραρχία. Το αφεντικό εκτός από τα χωράφια τού παραχώρησε και μια αποθήκη χτισμένη από πέτρα για την αποθήκευση της σοδειάς, που έμοιαζε με σπίτι κι εκεί εγκαταστάθηκε όλη η οι-κογένεια παρέα με τα βαντάκια και τα δέματα. Τι κι αν ήταν έξυπνοι…! Τι κι αν κουβαλούσαν αρχές και αξίες, ντυμένοι με στολή αρχοντιάς, ο πατέρας, η μάνα κι ο παππούς, αφού στο Αγρίνιο δεν είχαν κτήματα και ήταν σέμπροι, ήταν ασήμαντοι στην κοινωνική ιεραρχία σε σχέση πάντα με τ’ αφεντικό. Κι αυτά τα πρωτόγνωρα συναισθήματα κατωτερότητας, μοναξιάς, ανασφάλειας, φόβου που τους δημιουργήθηκαν ακολουθούσαν κι εμάς τα παιδιά που βιώσαμε αρχικά διακρίσεις στο σχολείο ως μαθητές από ορισμένους καθηγητές και συμμαθητές. Αυτά τα συναισθήματα δεν άφησαν να εδραιωθούν η αισιοδοξία, η αρχοντιά, η ομορφιά και η αξιοπρέπεια, κληρονομιές που κουβαλούσε η ύπαρξή μας. Και οι σπουδές μας υπήρξε η αιτία που οδήγησε τον πατέρα μου στην εσωτερική μετανάστευση, ένα δύσκολο εγχείρημα τόσο για τους μεγάλους στην ηλικία όσο και για τα παιδιά.
Ο πατέρας ήθελε να σπουδάσουμε και να ζήσουμε πολιτισμένα μακριά από τη σκληρή ζωή του αγρότη. Πάντα καμάρωνε όταν συναντούσε και συναναστρεφόταν ανθρώπους που βρίσκονταν σε ανώτερο κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο και μας τους ανέφερε ως παράδειγμα προς μίμηση. Έπρεπε να μεταπηδήσουμε από την κατηγορία του αγρότη σ΄ αυτές του επιστήμονα, του δημόσιου υπάλληλου και γενικά του μικρομεσαίου.
Ο πατέρας πίστευε πως τα παιδιά πρέπει να είναι κοντά στους γονείς μέχρι να ενηλικιωθούν και να τελειώσουν το Γυμνάσιο και μας παρομοίαζε με τα χελιδονάκια που παραμένουν στη φωλιά τους μέχρι να μάθουν να πετούν. Έτσι και τα παιδιά, έλεγε, είναι σαν τα χελιδόνια που μόλις ενηλικιωθούν πρέπει να φύγουν απ’ την οικογένεια· κι αυτό δεν το έλεγε μόνο, το πίστευε και το έπραξε αφού εγκατέλειψε το χωριό του: σπίτι, αχυρώνες, χωράφια, εκκλησία, ξωκλήσια, μοναστήρι, οπωροφόρα δέντρα, το πηγάδι και την αιωνόβια φτελιά – κάτω από τον ίσκιο της οποίας ο παππούς μου ξεκαλοκαίριαζε, σβουίρια, βαλανιδιές, μοσχοβολιστό αέρα από τ’ αγριολούλουδα και αρωματικά βότανα, λίμνη, ρυάκια, ζωντανά, φίλους, γείτονες, συγγενείς, αυτάρκεια, παραδόσεις, τη συμμετοχή του στις χαρούμενες και πικρές στιγμές των συγγενών, φίλων και χωριανών και γενικά το χώρο και το χρόνο του- εκτός από την αρχοντιά, την περηφάνια, την αξιοπρέπεια και τη μνήμη του, για να εγκατασταθεί στο Αγρίνιο με την οικογένειά του (που αριθμούσε οχτώ μέλη -τέσσερα παιδιά, τον ίδιο, τη μάνα μου και γυναίκα του, τον πατέρα του και την ανύπανδρη και φιλάσθενη αδερφή του, τη θεία Σοφία)· και μαζί με την οικογένεια και την κατσίκα που κάλυπτε με φρέσκο γάλα το πρωινό μας.
Η μάνα μου μόλις μπήκε στην αποθήκη ξεδίπλωσε τον αρχιτέκτονα διακοσμητή που έκρυβε μέσα της κι άρχισε τη διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου της σε νοικοκυρεμένο σπίτι. Με τη βοήθεια του πατέρα χώρισε με καπνόπανα το χώρο σε δύο μέρη. Την πίσω πλευρά, που δεν είχε παράθυρο, τη μετέτρεψε σε αποθήκη, αφού εκεί θα στοιβάζονταν τα καπνά, εργαλεία και ό,τι άλλο ήθελε να μη φαίνεται. Στο μπροστινό μέρος τοποθέτησε τα κρεβάτια, το μπαούλο που περιείχε τον ανεκτίμητο θησαυρό της, τα χειροποίητα ασπροκέντητα της προίκας της, με τα οποία στόλιζε το σπίτι στις γιορτές του πατέρα και του παππούλη (γιατί στο χωριό γιόρταζαν μόνο τους άνδρες) και ψηλά στον τοίχο κρέμασε το εικονοστάσι, όπου τοποθέτησε τις εικόνες των αγίων, για να προσεύχεται και να ικετεύει την προστασία τους για υγεία και προκοπή μας. Έφτιαξε και το γίκο και τον σκέπασε καλά με άσπρο κεντημένο σεντόνι για να προστατεύονται τα χονδρόρουχα, τα οποία χρησιμοποιούσαμε το χειμώνα. Στην αριστερή πλευρά της πόρτας τοποθέτησε τραπεζάκι, απίθωσε μια λεκάνη και κρέμασε το νιπτήρα, δίπλα την πιατοθήκη, στη μέση το τραπέζι φαγητού με τις καρέκλες, άναψε το τζάκι και το σπίτι ήταν έτοιμο.
Στην αποθήκη η μάνα εγκατέστησε και τον αργαλειό της στον οποίο ύφαινε το χειμώνα που δεν είχε δουλειές στα χωράφια: κουρελούδες, σαΐσματα, απλάδια και κουβέρτες, δίμητες και καραμελωτές. Τακ – τουκ, τακ – τακ, ακούγονταν τα μτάρια καθώς τα χτυπούσε με δύναμη για να στρώσει το νήμα που πέρναγε ανάμεσα στο στημόνι με τη σαΐτα. Με νήματα βαμβακερά, μάλλινα και λινά ύφαινε στρωσίδια, μεσάλια, τβαέλια, πετσέτες προσώπου και φαγητού κι ένα απ’ τα λινά μεσάλια ήταν κι αυτό που η μάνα σκέπαζε τα καρβέλια.
Το λινάρι, μου έλεγε η μάνα, πως το έσπερναν στο χωριό της το χινόπωρο μαζί με τα σιτάρια και τη βρώμη. Το θεριστή το ξεκόλωναν, όταν ήταν ώριμο με τους σπόρους του, το οποίο είχε σχεδόν το ίδιο ύψος με το σιτάρι και το έφτιαχναν δεμάτια σε μέγεθος, όσα χωράει μια αγκαλιά. Τίναζαν το σπόρο και το μάζευαν, γιατί μ’ αυτόν έφτιαχναν κατάπλασμα ένα θεραπευτικό κατασκεύασμα. Το λιναρόσπορο τον συνέθλιβαν (στούμπαγαν) σε χαβάνι και τον έριχναν σε κατσαρόλα με νερό για να βράσει μέχρι να γίνει πηχτό σαν αλοιφή. Μ΄ αυτή την αλοιφή γέμιζαν μια σακούλα που είχαν ράψει με μάλλινο ύφασμα και την ακουμπούσαν στην πλάτη του άρρωστου που έπασχε από πνευμονία. Αυτό το γιατρικό με τη ζέστη και τον ιδρώτα που προκαλούσε έδιωχνε το κρύωμα. Πολλούς, έλεγε η μάνα μου, γλίτωσε το κατάπλασμα από το θάνατο.
Στη συνέχεια τα λιναρένια δεμάτια τα τοποθετούσαν σε τρεχούμενα νερά, τα στερέωναν με πέτρες και τα άφηναν είκοσι ημέρες για να μαλακώσει το εσωτερικό τους, να απομακρυνθεί και να μείνει το εξωτερικό του. Κατόπιν τα άπλωναν στον ήλιο για να ξεραθούν. Κι αφού τέλειωνε η διαδικασία του στεγνώματος, τα χτυπούσαν με το μάγγανο μέχρι να φύγει τελείως το εσωτερικό τους και να μείνουν τα σκοινιά και στη συνέχεια με τον κόπανο τα χτυπούσαν για να μαλακώσουν τα σχοινιά. Κι αφού τέλειωνε κι αυτή η διαδικασία τα χτένιζαν με τα λανάρια κι έφτιαχναν μαλλί. Τις τλούπες μαλλί καρφίτσωναν στη ρόκα , το έγνεθαν κι έφτιαχναν το νήμα, το οποίο κατόπιν έβαφαν με μπογιές βαμβακερές, όπου κυριαρχούσαν τα χρώματα κόκκινο, πράσινο και μπλε. Για το βάψιμο έβραζαν νερό σε μεγάλα καζάνια, διέλυαν τη μπογιά με τη στίψη, έριχναν το νήμα το οποίο μετά από σχετικό βράσιμο έπαιρνε το χρώμα του.
Έξω από το σπίτι και στη δυτική πλευρά που δεν την έπιανε δυνατός αέρας και βόλευε τη μάνα, έχτισαν τον ξυλόφουρνο. Ήθελε τέχνη, μαεστρία και δυναμάρια το χτίσιμο του φούρνου, γι’ αυτό και η μάνα κάλεσε την αδελφή της απ’ το χωριό που κατείχε την τέχνη . Ήταν η πιο όμορφη και πολυτάλαντη απ’ τις ορφανές από πατέρα αδερφές, που την πάντρεψαν με ένα όμορφο παλικάρι του χωριού που κουβαλούσε στην ύπαρξή του σκληρότητα, τραχύτητα και το αγριωπό της περιοχής. Ενάμιση χρόνο έζησε μαζί του και έξι μήνες μετά τη γέννηση της κόρης τους σκοτώθηκε. Δούλευε σκληρά η θεία στο σπίτι, στα χωράφια με σιτάρια, αμπέλια, βελανίδια, ελιές κι ό,τι χρειαζόταν η γη και απαιτούσε η οικογένεια κι αφού έμεινε χήρα και είχε καλή φωνή έγινε κι η καλύτερη μοιρολογίστρα. Δεν έλειπε από καμιά κηδεία κι έλεγε τα μοιρολόγια της και θρηνούσε το νεκρό ως Πρωθιέρεια. Γύρω από το νεκρό και σε κύκλο οι μαυροντυμένες γυναίκες την ακολουθούσαν στα τραγούδια που έλεγε για τον κάτω κόσμο ενώ έστελνε και μηνύματα στον άντρα της. Αυτές οι γυναίκες, που θύμιζαν χορό αρχαίας τραγωδίας κατευόδωναν την ψυχή, έδιναν κουράγιο στους συγγενείς, έστελναν μηνύματα στις ψυχές των αγαπημένων τους που βρίσκονταν στον κάτω κόσμο, προσεύχονταν στο Θεό και την Παναγία να βοηθήσει την απελθούσα ψυχή για να βρει ανάπαυση και αποθήκευαν στο νου και την καρδιά τους τη σοφία που ψάρευαν απ’ τα ποτάμια των δακρύων τους. Ο πόνος κι ο καημός πλημμύριζε τα όνειρα, έπνιγε τις επιθυμίες τους και στα δίχτυα του μπλέκονταν τα ρόδα της αγάπης και σάπιζαν απ’ ασφυξία.
Η πολυτάλαντη θεία σχεδίασε, κατασκεύασε και μας παρέδωσε για χρήση το ξυλόφουρνο. Στην αρχή συγκέντρωσε πέτρες σ’ ένα μικρό λοφίσκο κι έφτιαξε λάσπη με χώμα πηλού. Τη λάσπη την ανακάτεψε με άχυρα και με σβουνιές αλόγων και μοσχαριών και μ’ αυτό το μείγμα σκέπασε τις πέτρες προσέχοντας να είναι αρκετά παχύ το στρώμα. Στην μπροστινή πλευρά άφησε άνοιγμα και μ’ ένα λαμαρινένιο στεφάνι το στέριωσε κι αυτό ήταν η πόρτα του φούρνου. Αυτή η κατασκευή για να στεγνώσει χρειάσθηκε περίπου ένα μήνα. Ξανάρθε η θεία από το χωριό και με προσοχή αφαίρεσε τις πέτρες κι αποκαλύφθηκε ο έτοιμος φούρνος. Τον γέμισε με ξύλα ,άναψε φωτιά και σχεδόν για δυο μέρες δεν έσβησε ούτε λεπτό η φωτιά . Αυτό ήταν το μυστικό, το καλό κάψιμο του φούρνου για να ζεσταίνεται γρήγορα και να μην καίει πολλά ξύλα στα επόμενα φουρνίσματα. Στο φούρνο λοιπόν η μάνα έψηνε τα καλύτερα καρβέλια, πίτες και φαγητά και μοσχοβολούσε η περιοχή. Δώδεκα καρβέλια χώρα-γε η πινακωτή όσοι κι οι δώδεκα απόστολοι κι η πινακωτή ο Χριστός και τόσα ζύμωνε η μάνα κάθε φορά κι ένοιωθε να κατακλύζεται το σπίτι από ευλογία . Τα καρβέλια τα τύλιγε με το λιναρένιο μεσάλι που είχε υφάνει η ίδια και τ’ απίθωνε στην κόφα για να αερίζονται και να διατηρούνται μαλακά.
Σ’ αυτό το φιλόξενο σπίτι – αποθήκη δεν έλειπαν και οι μουσαφιραίοι, συγγενείς και γνωστοί απ’ τα χωριά που κατέφθαναν στο Αγρίνιο για γιατρούς ή για δουλειές. Όποιον συναντούσε ο πατέρας, τον καλούσε στο σπίτι για φαγητό ή και ύπνο… Θυμάμαι δύο γυναίκες, η μία συγγενής και η άλλη συμπεθέρα, από διπλανά με το δικό μου χωριά, που φιλοξενήθηκαν στην αποθήκη- σπίτι μας πάνω από μήνα η κάθε μία, μέχρι να φτάσει η μέρα της γέννας τους. Η μαμή του χωριού, που κάλυπτε τις ανάγκες της γέννας των γυναικών, άρχισε να αποσύρεται από τη διαδικασία γιατί αυτή την ανάγκη την κάλυπταν οι γυναικολόγοι γιατροί στις κλινικές τους, όπου παρείχαν κατάλληλες συνθήκες και για τη γυναίκα και για το νεογέννητο. «Όλοι οι καλοί χωράνε», έλεγε ο πατέρας μου, και το χαμόγελο ικανοποίησης που χάριζε τους έφερνε πιο κοντά κι ένοιωθαν σαν το σπίτι τους. Και πράγματι σαν να τελούνταν κάτι μαγικό και υπήρχε πάντα αφθονία αγαθών αλλά και μέσα στη στενότητα του χώρου μια ευρυχωρία. Τελικά ο Ξένιος Δίας φρόντιζε για όλα.
Το κρεβάτι του παππούλη το τοποθέτησε η μάνα δίπλα στο τζάκι, για να ζεσταίνεται το χειμώνα, αφού ήταν κρυουλιάρης και να ανακατεύει το φαγητό, όταν απουσίαζε. Βλέπεις γνώριζε από μαγειρική, αφού έμεινε χήρος πολύ νέος με εφτά παιδιά, έξι κόρες και τον πατέρα μου, το μοναδικό αγόρι και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Παρότι ήταν πολύ όμορφος ο παππούς και υπήρχαν γυναίκες που τον ήθελαν δεν μας αποκάλυψε γιατί δεν παντρεύτηκε ξανά. Μαγείρευε και βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Το πρωί του άρεσε να τρώει μπαζίνα, την οποία θεωρούσε πολύ θρεπτική για όλη την οικογένεια. Σε κατσαρόλα με νερό που έβραζε έριχνε καλαμποκίσιο αλεύρι μέχρι να γίνει σφιχτό και το περιέχυνε με καυτό λάδι, στο οποίο είχε τσιγαρίσει κρεμμύδια κατά τις ημέρες που νηστεύαμε και τυρί φέτα τις υπόλοιπες. Η μπαζίνα και το κατσικίσιο γάλα ήταν το πρωινό για τα παιδιά πριν πάμε στο σχολείο και τους μεγάλους πριν τις δουλειές.
Στο χωριό ο παππούς έψελνε στην εκκλησία στη θέση του αριστερού ψάλτη και του άρεσε πολύ η μουσική και το διάβασμα. Συχνά μου ζητούσε καινούρια βιβλία για να διαβάσει όταν τέλειωνε με τα σχολικά μου και γκρίνιαζε, όταν δεν τον προμήθευα με καινούρια, κι αυτό γιατί διψούσε για γνώση. Μητσέλια τον φώναζαν χαϊδευτικά κι από νοικοκύρης κι αφέντης του χωριού με τα σπίτια, τις αποθήκες, τα ζωντανά και τα χωράφια του με το πηγάδι, κατάντησε στα γεράματά του να σέρνεται στις αποθήκες και να βλέπει το παιδί του σέμπρο, στο μεγαλοκτηματία και θλίψη και πόνος τον βάραιναν και χωρίς να ξεστομίζει κουβέντα παρακολουθούσε την οικογένεια του γιου του, αθόρυβος σαν πουλάκι.
Μόνο ο πάντα χαμογελαστός πατέρας μου ήταν αισιόδοξος, γιατί πίστευε πως με τη σκληρή δουλειά, το συνεχή αγώνα για κάθε τι που σε εξελίσσει θα ξεπεράσεις τα δύσκολα και θα ‘ρθουν καλύτερες ημέρες που θα γίνουν πραγματικότητα τα όνειρα κι οι στόχοι και θα προκόψεις.
Πρώτη προτεραιότητά του, να χτίσουμε δικό μας σπίτι στην πόλη της ανάπτυξης, της προόδου και του πολιτισμού· και δεν άργησε να αγοράσει με τα χρήματα που πήρε από την περιουσία που πούλησε στο χωριό -μαζί με μία από τις παντρεμένες αδερφές του- ένα οικόπεδο κι άρχισε το χτίσιμο του σπιτιού μας. Κι οι λόγοι αυτής της σύμπραξης ήταν η συντόμευση του χρόνου απόκτησης ιδιοκτησίας, γιατί δεν άντεχε την ανασφάλεια που ένοιωθε δίχως δικό του σπίτι.
Ένα βράδυ, από τα πρώτα της παραμονής μας στο Αγρίνιο, ξύπνησα τα μεσάνυχτα περικυκλωμένη από έναν περίεργο φόβο και τρόμο που μ’ έκανε να ουρλιάζω, γιατί σαν να άκουσα καλπασμούς και χλιμίντρισμα αλόγου έξω από το σπίτι και δεν μπορούσα να ηρεμήσω ούτε στης μάνας ούτε στου πατέρα την αγκαλιά. Ο φόβος και οι σκέψεις με κατέκλυσαν για αρκετές ημέρες και βράδια χωρίς να βρίσκω κάποια απάντηση στο τι προκάλεσε αυτό το βίωμα. Η μάνα μου παράτησε τις δουλειές, έτρεξε στην εκκλησία κι έφερε σπίτι τον παπά, για να τελέσει αγιασμό και να μας ευλογήσει, πράγμα που είχε παραμελήσει. Πού να καταλάβουν οι δικοί μου, κι εγώ, πως αυτό που βίωσα ήταν αντίδραση στον αποχωρισμό των όμορφων και μαγικών πραγμάτων που άφησα στο χωριό μου, στην απώλεια του παραδείσου μου, που με βύθισε σ’ ένα σύμπαν μελαγχολίας, ανασφάλειας και φόβου… Πως οι καλπασμοί ήταν του Ντορή μας, που ψυχορραγούσε κι η ψυχή μου ένοιωθε το δικό του πόνο, όπως τον ένοιωθαν κι οι αγαπημένες μου Αμαδρυάδες και τα όνειρα της πολύ όμορφης παιώνιας. Με φόβισε και με τρόμαξε ο νέος πεδινός τόπος που τον έβλεπα και τον ένοιωθα σκοτεινό με πολύ υγρασία αλλά και ξηρασία μαζί, δίχως χρώματα κι αρώματα, ένα τόπο που δεν σε βοηθούσε να φτιάξεις όνειρα και δεν έβρισκα ούτε μια χαραμάδα μαγείας κι ομορφιάς που τόσο είχα ανάγκη.
Πριν φύγουμε απ’ το χωριό το σοβαρό πρόβλημα που βασάνιζε τους γονείς μου ήταν ο ανεπιθύμητος και άχρηστος για την πόλη Ντορής, το άλογο με την αμέριστη προσφορά στην οικογένειά μας. Πώς θα έμενε στο χωριό δίχως τη φροντίδα μας κι αφού το σπίτι κι ο αχυρώνας πουλήθηκαν; Βλέπεις ήταν γέρος και δεν ήθελε να τον αγοράσει κανένας και στην πόλη ήταν άχρηστος, αφού τη θέση του πήραν τα τρακτέρ και τα αυτοκίνητα. Η στεναχώρια μας μεγάλη στη σκέψη του αποχωρισμού απ’ τον Ντορή και το Λάγιο -το γάιδαρο-, τον οποίο συμμάζεψε κάποιος στο χωριό, γιατί δεν τα είχε φάει ακόμη τα ψωμιά του, όπως ο Ντορής.
Τελικά ο πατέρας βρήκε μια επώδυνη λύση και τον εγκατέλειψε ένα πρωινό στο βελανιδοδάσος περδικλωμένο για να πεθάνει όρθιος και με αξιοπρέπεια, αφού κοντά μας έζησε με περηφάνια, σαν μέλος της οικογένειας. Δεν του ταίριαζαν, οι αναπόφευκτες εξαθλιωμένες και αξιολύπητες καταστάσεις ούτε να καταγραφούν στα βλέμματα αγαπημένων του προσώπων εικόνες φριχτές, ούτε να προκαλέσει συναισθήματα πόνου και θλίψης. Μόνος στο δάσος, με συντροφιά τα τραγούδια των πουλιών και των λουλουδιών, εγκατέλειψε το σώμα του στις ρίζες της βελανιδιάς και τα όνειρά του μετακόμισαν στα παλάτια των Αμαδρυάδων, για να τις υπηρετεί σαν Πήγασος.
Η ιστορία των σέμπρων στην πόλη του Αγρινίου είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο, καλά τυλιγμένο και κρυμμένο, λες και συμφώνησαν μυστικά με τους καμπίσιους καπνοχωραφάδες να το στείλουν στη λησμονιά, να εξαφανίσουν την ανάμνηση, να ακυρώσουν τη μνήμη. Ίσως οι μεγαλοκτηματίες δεν θέλουν να θυμούνται την αδικία που τους προκάλεσαν, ίσως οι σέμπροι που μεταπήδησαν σε ανώτερα στρώματα και πολλοί τους ξεπέρασαν να νοιώθουν μειονεκτικά που υπήρξαν φτωχοί και δεν θέλουν να θυμούνται πως κάποτε βρέθηκαν σε ανάγκη και τους εκμεταλλεύτηκαν. Ίσως χιλιάδες άλλοι λόγοι και ποιος ξέρει ακριβώς γιατί είναι αναγκαίες αυτές οι βιωμένες εμπειρίες και γιατί επαναλαμβάνονται από τους ανθρώπους αλλάζοντας κάθε φορά μορφή;
Οι καμπίσιοι καπνοχωραφάδες γνώριζαν πολύ καλά να κατέχουν τη γη, να έχουν προνόμια αφού ήταν εφοδιασμένοι με άδεια καπνοκαλλιέργειας, να υπογράφουν συμβόλαια με τους σέμπρους και να εισπράττουν χρήματα δίχως να εργάζονται. Δεν είχαν ανασάνει τις μυρωδιές που αναδύει η γη που κατείχαν, ήταν στεγνοί, ξερακιανοί συναισθημάτων και καμία σχέση με τη φύση δεν είχαν, αφού ούτε μια ριζούλα αγάπης δεν ήξεραν να φυτεύουν. Αντίθετα οι σέμπροι καπνοκαλλιεργητές ήξεραν πολύ καλά να δουλεύουν σκληρά τη γη για να επιβιώσουν, αλλά ένοιωθαν πως είναι άδικο γι’ αυτόν που ξέρει και αγαπά να καλλιεργεί τη γη, να μην κατέχει ένα μικρό μέρος της αλλά ούτε άδεια για καπνοκαλλιέργεια.
Η οικογένειά μου εργάστηκε σκληρά αλλά γρήγορα ενσωματώθηκε με τους ντόπιους κατοίκους και ευδοκίμησε καθώς έδωσε και πήρε πολλά. Τα συναισθήματα αδικίας που βιώσαμε, γρήγορα βέβαια ξεπεράστηκαν από τους προκομμένους και δουλευταράδες γονείς μου (που μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς ως σέμπροι νοίκιασαν χωράφια και καλλιέργησαν μόνοι τους καπνό), όμως ποτέ δεν «ξεπεράστηκαν» απ’ τη δική μου μνήμη. Πήρα μαζί μου στην πόλη όλες αυτές τις θύμησες, που σαν σύντροφοι πιστοί μου παραστέκουν και μου γλυκαίνουν – παρόλη τους την πίκρα- με νοσταλγία όλη μου τη ζωή μετά το χωριό.

Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο «αρχείο Αγρινίου» τεύχος 6, σελίδες 23 – 26

Νια τσ’γάρα δρόμους…

Γιώργος Παληγεώργος

Οικονομολόγος, Λογοτέχνης

Γιώργος Παληγεώργος
τσιγάρο στριφτό
Φωτογραφία από την ιστοσελίδα:  https://www.newsbeast.gr/health/arthro/4278782/giati-osoi-kanoyn-strifto-tsigaro-dyskoleyontai-na-to-kopsoyn

Έμπαινε στο σπίτι μας, χινόπωρο, ο μπάρπα Στάθης κι αφού άλλαζε τις πρώτες κουβέντες με τους δικούς μου, άπλωνε αψηλά το χέρι του και τράβαε με προσοχή δυο-τρία φύλλα καπνό απ’ τα βαντάκια που κρέμονταν απ’ το ταβάνι. Τα φύσαε ψίχα τα φύλλα κι ύστερα αφού τα μύριζε κάμποσο, τάτριβε στην απαλάμη του κι έβανε τον τριμμένο καπνό στο τσιγαροχάρτι το ροζ και τόστριβε και το σάλιωνε στην άκρα κι έφκιανε μια τσιγάρα και την άναβε με το τσακμάκι του. Και φούμερνε κι έβγανε καπνούς απ’ τη μύτη κι απ’ το στόμα και τήραε τάχα μακριά και τάχα σκέβονταν κι έλεε κι έδωνε γνώμη, άαα είνι καλός ου καπνός φέτου, πουλύ καλός, ούλου ζάχαρ’. Τήραγα κι εγώ τις άκρες απ’ τα δάχτυλά του όπως κράταγαν την τσιγάρα, πούχανε κιτρινίσει απ’ τον καπνό και το μουστάκι του που ήτανε καψαλό…

Είχε και μια καπνοσακούλα πόβανε μέσα κομμένο καπνό και στο απ’ όξω τσεπάκι της τα τσιγαροχάρτια. Και την είχε ολοένα στην τσέπη του την καπνοσακούλα, στο πουκάμισο το καλοκαίρι, στη χλαίνη το χειμώνα. Κι έστριβε και φούμερνε ολούθε, στον καφενέ, στη στράτα, στο χωράφι, στο σπίτι, κοντά στα πράματα, στο γλέντι, στο πένθος. Πάσα στιγμή, η τσγάρα είνι συνουδειά, έλεε. Άκοπα έβηχε, μα η τσιγάρα δεν τ’ απόλειπε απ’ το στόμα.
Σαν έσμιγε μ’ άλλονε καπνιστή – σκεδόν όλοι καπνιστές ήτανε τότες- δοκίμαζε ο ένας τον καπνό τ’ αλλουνού να πάρουνε γέψη. Κι έλεε φορές για κατηγόρια, έπγα νια τσ’γάρα απ’ τουν καπνό μιανού διαόλ’, δηλητήριου, α πα πα πα… Κι άλλες φορές έλεε για παίνεμα, έπγα νια τσ’γάρα απ’ τουν καπνό τ’ κουμπάρ’, μέλ(ι)’-πιτμέζ(ι)’…

Άμα ήτανε το φύτεμα, έφκιανε πολλές τσιγάρες αποβραδίς και τις έβανε σ’ αδειανά πακέτα, για να πορέψει όλη τη μέρα ταχιά, να μη χασομεράει τις ώρες πούταν δουλειά και βιάση. Κι είχε μια τσιγάρα στο στόμα αναμμένη και μια στ’ αφτί. Έπιανε από κάποτε και κάνα τραγούδι κι η τσιγάρα καίγονταν από μοναχή της. Κι ως την έβλεπε να κρέμεται στάχτη απ’ τα δάχτυλά του, έλεε, αϊ ετούτ’ πήι χαμέν(η)’, νι πήρι του τραγούδ’.

Όπoτε απάνταε κάναν τεμπέλη που δεν έκοβε καπνό και του γύρευε, ο μπάρπα Στάθης τ’ αποκρίνονταν με τα λόγια του βλάχου του τρακαδόρου, έχ’ς χαρτί να τ’λίξου απ’ τουν καπνός σ’; φουτιά έχ’ς πόχ’ς και γέλαε… 

Ύστερα τούδινε και τούλεε, τιλιυταία βουλά! Άλλ’ βουλά δε ματάχ(ει) τσ’γάρα. Άμα δε βρέξ’ς κώλου δεν τρως ψάρ’, συμπλήρωνε.

Κι άμα έπεφτε σε κουβέντα για στράτες και ποδαρόδρομους κι ήθελε να λογαριάσει ώρες κι απόστασες, μέτρο είχε το κάπνισμα. Νια τσ’γάρα δρόμους, έλεε, άμα ήθελε να δείξει πως η απόσταση είναι μικρή. Κι άμα η απόσταση ήταν πολλή μεγάλη, έλεε, δε σ’ φτάν(ει)’ η καπνοσακούλα.

Κάποτε στον Καρβασαρά του βάλανε πρόστιμο, τριάντα φράγκα, είχε πει, ότι φούμερνε στριφτό κι αυτό απαγορεύονταν μακριά απ’ την περιφέρεια του χωριού. Κι από τότες, άμα ξετόπιζε για λίγο, πήγαινε στο περίπτερο κι αγόραζε πακέτο, μην τυχόν τονε ματαπροστιμίσουν. Ένα μπακέτου έτοιμα, τρίου νούμιρου, τόχου να πάου ταξίδ’, έλεε του περιπτερά. Κι άμα τονε ρώταγαν στο χωριό, πώς κι αγόρασε πακέτο; τους έλεε γελαστά, θέλου να φαίνουμι νιος, ότι τότες οι νέοι, το πλείστο, προτίμαγαν τα έτοιμα τσιγάρα. Κι σιγομουρμούριζε τραγουδιστά,
Το τσιγαρέτο, το τσιγαρέτο
τόμαθα φέτο, τόμαθα φέτο…

Άμα έψαχνε την τσέπη του, έπαιρνα αυτό το ψάξιμο ότι τοιμάζει να μου δώκει κάνα καλούδι (καραμέλα ή σοκολάτα), κατά πως φορές τόχε συνήθειο. Όμως καμιά φορά ξεχνιότανε να μου φέρει καλούδια ή ήτανε άφραγκος κι από την τσέπη του έβγανε μονάχα την καπνοσακούλα για στρίψει και να φουμάρει. Κι ως έβλεπε να γελιέται η προσμονή μου, μούλεε, που να πάρ’ η ιυκή, αστόησα να σ’ φέρου σουκουλάτα! Αύριου όμους καμάρι μ’, θα σ’ φέρου ιξάπαντους. Ιγώ τσγάρα κι συ σουκουλάτα.

Σαν αρρώσταινε και τον έπιανε θέρμη κι έφραζε ο λαιμός του, μόλο που δεν είχε απόλαψη απ’ το κάπνισμα, αυτός το βιολί του δεν τ’ άλλαζε, φούμερνε σαν τον καλό καιρό… Άμα τον άφηνε ο βήχας για λίγο γύριζε και με τήραε όλο τρυφεράδα κι μ’ αρώταε, δε μ’ λες καμάρι μ’, πως τουν είπις ικειόνι πούφιρι τουν καπνό απ’ ν’ Αμιρική; για θύμα μ’!* Κολόμβο, τ’ απάνταγα. Άϊ τουν κιρατά τουν Κουλόμπου μας πήρι στου λαιμό τ’, έλεε κι απέ έβανε τα γέλια…

Τούλεε ο γιατρός, τούλεγαν δικοί και ξένοι, πως απ’ το κάπνισμα θα τόβρει, μα αυτός χωράτευε κι έκανε του κεφαλιού του κι έστριβε και φούμερνε κι έλεε, μορ’ δε βλέπτι τ’ Λύμπου πούνι ικατό χρουνόνι κι φουμέρν(ει) σαν παπόρ’, και παράσταινε μια γριά στη γειτονιά-Ολυμπία την έλεγαν- που κάπνιζε, ως τα βαθειά στερνά της. Και γύριζε σε με πούμουνα ο μικρότερος ανιψιός του και μ’ αρώταε, ισύ καμάρ’ θα μ’ φέρν(ει)’ς κανιά τσ’γάρα στου κυπαρίσσ’, φόντι θα νάμι πιθαμένους; Και βούρκωνα και χωνόμουνα στην αγκαλιά του με λυγμούς…

*Για θύμα μ’ = θύμισέ μου

Γνωμοδότηση ΤΕΕ για την διάσωση των Καπναποθηκών Ηλία Ηλιού στο Αγρίνιο

Ημερομηνία γνωμοδότησης: Ιανουάριος 17/1/ 2018

Η Μόνιμη Επιτροπή Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς και Αρχιτεκτονικού Παρεμβατισμού του Περιφερειακού Tμήματος Νομού Αιτωλοακαρνανίας του Τεχνικού Επιμελητηρίοu Ελλάδας (TEE), κατά τη συνεδρίασή της την Τετάρτη 17/01/2018, εξέτασε το αίτημα της «Πρωτοβουλίας Πολιτών Αγρινίου» για τη διάσωση των καπναποθηκών Ηλία Ηλιού, το οποίο μας διαβιβάστηκε και καταθέτει στην Διοικούσα του ΤΕΕ Αιτωλοακαρνανίας, τις παρακάτω παρατηρήσεις-προτάσεις.

Τα καπνά μας

Μελέτη του Αχιλλέα Μάντζαρη

Βραβευθείσα από την Ακαδημία Αθηνών στις 27-12-1928

Ο Αχιλλέας Μάντζαρης γεννήθηκε στη Σκουρτού Ξηρομέρου το 1880.
Ο πατέρας του Ιωάννης Μάντζαρης ήταν καπνοπαραγωγός και έμπορος καπνών εσωτερικής καταναλώσεως. Φοίτησε σε δημοτικό σχολείο του Αγρινίου και περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο Λύκειο, το 1897. Στη συνέχεια γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αλλά την εγκατέλειψε σύντομα και γράφτηκε στη Νομική σχολή. Το 1902 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ της Νομικής Σχολής. Διετέλεσε επι εικοσαετία κρατικός λειτουργός σε διάφορους τομείς του Ελληνικού κράτους και ακολούθως ανέλαβε γενικός γραμματέας της Καπνεμπορικής Ομοσπονδίας Ελλάδος μέσω της οποίας συνέβαλε θετικά στην ανάπτυξη της καπνικής οικονομίας του τόπου.
πηγή: Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν τ. Α’

Scroll to Top